United States or Venezuela ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γλυτόνει λοιπόν ο Δάφνης με τέτοιο τρόπο, αφού ξέφυγεν ανόλπιστα δυο κίντυνους: τους κουρσάρους και το πνίξιμο. Κι άμα βγήκε στη στεριά και βρήκεν εκεί τη Χλόη, που εγελούσε, κ' έκλαιε μαζί, πέφτει στην αγκαλιά της και τη ρωτούσε να μάθη τι ήθελε κ' έπαιζε το σουραύλι.

Κι ο Δάφνης, αφού αφιέρωσε το δικό του το μικρό στον Πάνα κ' εφίλησε τη Χλόη, σαν να τήνε βρήκε ύστερ' από αληθινή φευγάλα, εγύριζε το κοπάδι στη στάνη παίζοντας το σουραύλι.

Συγχρόνως δε ο υιός του ο Θοδωρής, δεκαπεντούτης, ως διά να συνοδεύση με μουσικήν τους αγώνας του πατρός του, έλαβε το σουραύλι του, και ήρχισε να συρίζη απλούν και μονότονον ήχον.

Μα αυτά ύστερα τα ονομάτισαν και τα έκαμαν· τότε όμως, άμα ενύχτωσε, τους εσυντρόφευαν όλοι ίσαμε την κάμαρά τους, άλλοι παίζοντας το σουραύλι, άλλοι τη φλογέρα κι άλλοι κρατώντας αψηλά μεγάλες λαμπάδες. Κι όταν έφτασαν κοντά στη θύρα, ετραγουδούσανε με σκληρή κι άγρια φωνή, σαν να ξέσκιζαν τη γις με τσουγγράνα κι όχι σαν να τραγουδούσαν του γάμου το τραγούδι.

Κι αυτή τότε πρώτη φορά έλουσε εμπρός στο Δάφνη το κορμί της, το λευκό και που άστραφτε από ομορφιά και που δεν είχε ανάγκη από λουτρό για να ομορφήνη· κι αφού έκοψαν άνθη, όσα άνθη ήτανε στην εποχή αυτή, εστεφάνωσαν τ' αγάλματα και το σουραύλι του Δόρκωνα σαν τάμα το κρεμάσανε στο βράχο. Ύστερα επήγανε κ' εξέταζαν τα γίδια και τα πρόβατα.

Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο.

Ο Δάφνης, επειδή ήξερε τι γινότανε, μονάχα στη θάλασσα επρόσεχε· κ' εδιασκέδαζε με το πλεούμενο, που γιαλό-γιαλό περνούσε τον κάμπο γληγολότερα από πουλί, κ' επροσπαθούσε να συγκρατήση στο νου του μερικά από τα τραγούδια για να τα παίζη με το σουραύλι.

Όταν είδεν αυτό ο Δάφνης, αφίνοντας καταγίς το σουραύλι, την εκοίταζεν αχόρταγα από πάνω ως κάτου, επειδή δεν ντρέπονταν καθόλου τότε, και συνάμα σιγομιλούσε μονάχος του: — Πώς κοιμούνται τα μάτια της· πώς μοσκοβολάει το στόμα της· μήτε τα μήλα έτσι, μήτε τα θυμάρια.

Τότε ο Δάφνης αφού μάζεψε όλα τα τσοπάνικα πράματά του, τα εμοίραζε σαν τάματα στους θεούς· στο Διόνυσο αφιέρωσε το ταγάρι και το τομάρι· στον Πάνα το σουραύλι και το παγιαύλι· στις Νύμφες την αγκλίτσα και τα καρδάρια, που τάχε φτιάσει ο ίδιος.

Τ' απλώνει απάνου στην πλάκα κι αρχίζει το διαλάλημα. Δε διαλαλή με φωνές παρά με το σουραύλι του. Τ' αρμόζει καλά στα χείλη του κι αρχίζει να στέλνη περαδώθε τους ηχούς. Οι χωριάτες ξαφνίζονται· αφίνουν αμέσως τα παζάρια τους και το τριγυρίζουν, σαν πουλάκια στο κράξιμο της νοικοκυράς.