United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γλυτόνει λοιπόν ο Δάφνης με τέτοιο τρόπο, αφού ξέφυγεν ανόλπιστα δυο κίντυνους: τους κουρσάρους και το πνίξιμο. Κι άμα βγήκε στη στεριά και βρήκεν εκεί τη Χλόη, που εγελούσε, κ' έκλαιε μαζί, πέφτει στην αγκαλιά της και τη ρωτούσε να μάθη τι ήθελε κ' έπαιζε το σουραύλι.

Κ' ενώ ο Δάφνης έκανε θυσίες, συνέβηκαν τούτα στη Χλόη: καθότανε κλαίγοντας, βόσκοντας τα πρόβατα και καθώς ήτανε φυσικό λέγοντας: — Μ' ελησμόνησε ο Δάφνης· ονειρεύεται γάμους πλούσιους· γιατί τον έβανα να ορκιστή στα γίδια αντί στις Νύμφες; Τάφησε κι αυτά σαν τη Χλόη· μήτε ενώ θυσιάζει στον Πάνα και στις Νύμφες επιθύμησε να ιδή τη Χλόη· βρήκεν ίσως κοντά στη μάννα του δούλες καλύτερες από μένα· ας είναι καλά· μα εγώ δε θα ζήσω.

Επειδή όμως και φυσικά κυνηγούσε τα παιδιά, άμα βρήκεν ομορφιά, που μήτε στην πολιτεία δεν την είχεν ιδή, έβαλε με το νου του να ριχτή του Δάφνη κ' ενόμιζε πως εύκολα θα τον καταφέρη, σαν γιδάρης που ήτανε. Κι αφού αποφάσισεν αυτά δεν πήγαινε στο κυνήγι μαζί με τον Άστυλο, παρά κατέβαινε εκεί που έβοσκεν ο Δάφνης, παίρνοντας πρόφαση τα γίδια· η αλήθεια όμως ήτανε πως ήθελε να ιδή το Δάφνη.

Της ρίχνει ο Γιάννος δώδεκα φλωριά και δυο διαμάντια Και τρέχει-τρέχει πεταχτός, σαν τρομαγμένο αλάφι.... Διαβαίνει όρη και βουνά, και κάμπους και λαγκάδια, Ποτάμια και νεροσυρμές, βουνόπλαγα και λάκκους, Σειώνταν η γη στο διάβα του, μεριάζανε τα δέντρα Κι’ όσα σημάδια η Μάγισσα τον διάταξε να μάση, Τα βρήκεν όλα, τ’ άμασε και τάφερέ της όλα Στη σκοτεινή της τη σπηλιά, χωρίς να λείψη ούτ’ ένα, Την ώρα πώγερνε γλυκά κατά τη δύση ο ήλιος Και το φεγγάρι χάνονταν και πιάνονταν καινούργιο, Κι’ αυτή τα πήρε στην ποδιά με προσοχή μεγάλη Να ιδή αν είτανε σωστά, να ιδή αν είταν κι’ ίδια, Κι’ ύστερα στ’ άκριτο νερό, που είταν μες το κακάβι, Ανάλαφρα και ταχτικά, τα ρίχνει ένα-ένα, Λέγοντας λόγια μαγικά, διαβολεμένα λόγια, Που δε μπορούσε τίποτε κανείς να καταλάβη, Σα να είτανε παντάξενα κι’ άγνωστης γλώσσας λόγια... Στεκόντανε στο πλάγι της ο Γιάννος μ’ αγωνία, Βουβός και κατακίτρινος, λαχταρισμένος, κρύος, Και του σηκόνονταν ορθές οι τρίχες του κορμιού του, Σαν αγρίευαν και γούρλοναν της Μάγισσας τα μάτια, Κι’ έβγαζε αφρούς το στόμα της μαζύ με τη φωνή της.

Αν κ' ήτανε τέτοιο το περιβόλι, ο Λάμωνας το εσιγύριζε, κόβοντας τα ξερά, στηλόνοντας τα κλήματα· εστεφάνωσε το Διόνυσο· άνοιξε αυλάκι να τρέχη το νερό στ' άνθια από μια πηγή, που τη βρήκεν ο Δάφνης ανάμεσα στα λουλούδια· η πηγή ήτανε κοντά στ' άνθια, την έλεγαν όμως πηγή του Δάφνη.

Τώρα σου ψάλλω αλληλούια και ωσανά! Σε σένα ξαναγίνηκε το θαύμα της Κανά, σταμνί σε βρήκεν ο Χριστός νερό γιομάτο και σ' έκανε ολοπόρφυρο κρασί μοσχάτο! Δεξιά μία βρύσι στη ρίζα γέρικου πλατάνου. Αριστερά ένας μεγάλος βράχος που φαίνεται να είνε μέρος από το πετρώδες σύστημα του λόφου, όπου είνε χτισμένη η Ακρόπολις.