United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε; — Στ' Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δης ασυνήθιστο πράμα· να τρέχη το ποτάμι μαβύ σαν τη θάλασσα. Είνε εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα. Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες

Δεν εννοώ, φίλε μου, τι δύνανται να ωφελήσουν αυτά τους ευρισκομένους εις τον Άδην. ΕΡΜ. Πιστεύουν ότι αι ψυχαί έρχονται από τον κάτω κόσμον και πετούν γύρω εις τας πυράς διά να δειπνούν με την κνίσαν και τον καπνόν, πίνουν δε από τους λάκκους το μελίκρατον.

Αν κι' άνοιξαν πολλούς τέτοιους λάκκους και στα βουνά και στους κάμπους, δε μπόρεσαν να πιάσουν τη λύκισσα, επειδή αυτή καταλαβαίνει την ψεύτικη γις· μόνο πολλά τραγιά και πρόβατα αφάνισαν οι λάκκοι και παραλίγο και τον ίδιο το Δάφνη από τούτη την αιτία.

Ήθελα άλλη να 'βγαινε ρητόρισσα προτήτερα, ν' αγόρευε καλήτερα στην άκρη να καθήσω• αλλά, εγώ τουλάχιστον ποτέ μου δεν θ' αφήσω, γιατί δεν είν' καλή δουλειά, ν' ανοίγουν μόνο για νερό τους λάκκους μεσ' στα καπηλιά, Δεν το φρονώ, μα της θεές. . . ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα της θεές! πού τρέχεις, δυστυχισμένο θηλυκό! το νου σου πού τον έχεις; Γ’ ΓΥΝΗ Μπα! σφάλμα έκαμα; και ποιο; Εγώ δε ζήτησα να πιω.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δώ, τήρα μπροστά σου.

Από του Αγίου Γάλλου μετέβησαν εις Τίγυρον, την αρχαιοτάτην εν Ελβετία πόλιν, ονομαστήν διά την δύναμιν των κατοίκων και του ρακίου της, εκείθεν δε εις Λυκέρνην, όπου εισήλθον διά νυκτός, ίνα θαυμάσωσι το τεράστιον φανάριον, το οποίον κατά τους χρονογράφους τοσαύτην επέχεε λάμψιν, ώστε καθίστα αοράτους τους αστέρας και ορατούς τους λάκκους, εις ους έπιπτον πρότερον οι πλείστοι των Οδοιπόρων.

Τόσο, που μερικές φορές στα κοτρώνια που ανέβαινε το μουλάρι μου κόντεψα με τα τινάγματά μου να την πάθω σαν τη δασκάλα και να κατρακυλισθώ σε βαθύτερους λάκκους. — Τήρα μπροστά σου, μπρε παιδί μ', μου φώναζε ο αγωγιάτης, τι θα πας κ' εσύ στο ρέμμα κάτου καμμιάν ώρα. Είνε κακοτοπιά δω, τήρα μπροστά σου.

Είς τινας στιγμάς, ηγείρετο άνεμος φέρων από τους Δυσώσεις Λάκκους την φοβεράν δυσωδίαν των αποσυντιθεμένων πτωμάτων, τα οποία ενεταφίαζον σχεδόν εις την επιφάνειαν της γης. Ο Πετρώνιος, ο Βινίκιος και ο αγροφύλαξ επλησίασαν εν σιγή προς τον λοφίσκον ανησυχούντες.

Πάρε κι από του Μιχάλη κανέναν, κι ανεβάστε το λείψανο στου αδερφού του. Έπειτα πιο τρανόφωνα και με στοχαζούμενο ήθος. — Και, παιδιά, μη πολύ σούσουρο, γιατί πόλεμος στ' ανοιχτά δε συφέρνει τώρα. Έτσι μας μηνούν κι από τα Σφακιά κι από τους Λάκκους. Παρά να πάτε και να συμμαζέψτε τα γυναικόπαιδα, κ' ύστερα συλλογιούμαστε. Τον άκουσαν κ' έτρεξαν καμπόσοι να κοιτάξουν τα σπιτικά τους.

Την εσωτερικήν φυσιογνωμίαν του οικήματος συνεπλήρουν η ευρεία εστία με την αψίδα, τας θυρίδας και τα ράφια της διά τα μαγειρικά σκεύη, μικρόν σκευοφυλάκιον και ο σταμνοστάτης, παρά την θύραν εις το βάθος του τοίχου, οπόθεν εξείχον, ως πυροβόλα, τα στόμια των σταμνίων και των λαγηνών, φραγμένα με «σταμναγκάθι». Τα χυνόμενα δε και στάζοντα νερά εκ του σταμνοστάτου είχαν αρχίσει να σχηματίζουν λάκκους υγρούς εις το χώμα του δαπέδου.