United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας.

Και σε ποιο χωριό πρωτοσταθήκατε; — Στ' Αλικιανού. Το θυμάσαι το μέρος από τα προπερσινά. Εκεί σαν πας, θα δης ασυνήθιστο πράμα· να τρέχη το ποτάμι μαβύ σαν τη θάλασσα. Είνε εξαιτίας που κατεβάζει από τα βουνά τριγύρω και στρώνει κάτω μολυβιά χαλίκια σκιστόπετρα. Τώρα κι ομπρός αρχίζαμε κι ανεβαίναμε στα γερά. Σταματήσαμε και κονέψαμε στους δοξασμένους τους Λάκκους. Ξέρεις πως οι Λακκιώτες

Έλεγες και γυρίζαμε από γιουρούσι σαν ανεβαίναμε.....Εκεί, κάτω από τη μεγάλη την καρυδιά, σιμά στη βρύση, εκεί πηγαίνω ακόμα και καθίζω κάποτες και ρωτώ τις πέτρες και τα δέντρα αν το θυμούνται το φαγοπότι εκείνο!.... Ποιος δεν τραγούδησε εκείνη τη βραδινή!.... Πήγε να βασιλέψη η Πούλια, κι ακόμα γλέντιζαν κοπέλλες, αγόρια, κι αντρόγυνα.

Από την ώρα που με το πέσιμό της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.

Από την ώρα που με το πέσιμο της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.

Πρέπει λοιπό να τραβηχτούν οι αποτονιές πρι να ξεμπλεχτή το μουγκρί, κι αυτό κάμναμε. Ύστερα, σα ξημέρωνε, ρίχταμε τις αποτονιές της ημέρας. Ξέραμε πού κατεβαίνανε τα λαβράκια, πού τριγύριζαν οι συναγρίδες, και κει τις ρίχταμε. Ύστερ' ανεβαίναμε κατά το χτήμα, ότι άρχιζε να χρυσώνη ο ήλιος της Ανατολής τα βουνά.

Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς, θ' ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ' ακούγαμε πώς η μαυροφόρα, έχει πέντε χρόνια, να δη τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήση τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κ' η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνη το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και τοιμάζεται, κι όλο τοιμάζεται να φύγη, κι όλο κρυφομιλεί.

Κι όταν τέλος πλησίαζε η μέρα να φύγουμε, πώς πηγαίναμε να δούμε τελευταία φορά όλα ταγαπημένα μέρη! Ανεβαίναμε στα βουναλάκι με την πλατειά θέα, πηγαίναμε κ' ερχόμαστε στο μονοπάτι του δάσους, ιδίως όταν σκοτείνιαζε και τάστρα λάμπανε ανάμεσα από τα κλαδιά των ελατιών. Μας χρειάστηκε σχεδόν μια βδομάδα για τον αποχαιρετισμό.