United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΗΡΥΞ Πολίται! από σήμερα στη Στρατηγό τραβάτε, για να σας 'πη ο κλήρος σας κ' η τύχη, που θα πάτε να κάτσετε θα βρήτε κάθε τράπεζα παντού ετοιμασμένη, που είνε μ' όλα ταγαθά του κόσμου φορτωμένη, και κάθε κλίνη με μαλλιά και τάπητες στρωμένη! Η μυροπώλιδες, γραμμή, κρατήρες σας γεμίζουνε από κρασιά• με στη φωτιά μπριζόλες τσιτσιρίζουνε, και περασμένοι οι λαγοί μεσ' στα σουβλιά γυρίζουνε.

Με το ένα μάτι έβλεπε την εύμορφη, γυναίκα του, 'ς τους ώμους του επάνω ακκουμβώσαν, και με το άλλο εκαμάρωνε την τυχηρή την σκούνα, την κατάμαυρη, με το άσπρο μπούρδο σκούνα του, που ήτον αραγμένη, ωσάν ζωγραφιά από κάτω από το μικρό σπιτάκι του, από την φωλίτσαν εκείνην την ζηλευτήν, φορτωμένη σιτάρι για την Ζάκυνθον.

Καθίζει στο γραφείο, κι αμέσως γεννάει το κοντύλι του προσταγές, νόμους, σονέττα, δράματα, ιστορίες, παραμύθια. Είδος μηχανή που βγάζει σουζούκια. Μια και δοθή αφορμή στη μηχανή να γυρίση, κ' έρχεται η &Δόξα&, η θεά που τραβάει κατόπι της όλο αυτό το κοπάδι, φορτωμένη δάφνες και μεγαλεία. Μη βλέπης που πηγαίνει στο σπίτι του και ξαπλώνεται πεινασμένος.

Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα.

Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας.

Θέλω να σας αναφέρω ένα παράδειμα. Μ' αποκρίθηκε πολύ φυσικά· «Και βέβαια, αφεντικό, έτσι είναι το σωστό, αφού λέμε viande cuite: puisqu'on dit viande cuite». Στην εποχή που μορφώνουνται οι γλώσσες, τέτοια λάθη κάμνουν όλοι. Η γλώσσα που έγραψαν ο Πλάτωνας κι ο Θουκυδίδης είτανε φορτωμένη με λάθη ακόμη πιο χοντρά.

Έτσι είπε, κι' άλλη απ' τη χορδή του τίναξε σαΐτα 300 κατάγναντά του, κι' η καρδιά του ζήταε ναν τον σφάξει· μα δεν τον βρήκε, μον χτυπάει το Γοργοθιό στο στήθος, λεβέντη του Πριάμου γιο, που η μάνα του απ' τ' Αησύμι νύφη ήρθε και τον γέννησε, η ροδοσταλαγμένη Καστιάνειρα, πούχε θεάς κι' όχι γυναίκας κάλλη. 305 Και δίπλα ο νιος την κεφαλή γυρνάει, σαν παπαρούνα π' άνοιξης άθια και καρπό σε κήπο φορτωμένη λυγάει, σαν πιάσει δυνατός νοτιάς και τη φυσήσει· έτσι έγυρε την κεφαλή που βάραινε απ' το κράνος.

Άλλα δύο παιδιά της, δύο ωραία ναυτόπουλα, μπαρκαρισμένα με την γολέτταν του καπετάν Διανέλου, μίαν σάπιαν σκάφην, σκουμαΐδαν εμπαικτικώς καλουμένην, επνίγησαν και τα δύο, αγκαλιασμένα σαν αδελφάκια, ότε η σκουμαΐδα εναυάγησεν εις το Άγιον Όρος φορτωμένη σοδιά από το Μετόχι της Λαύρας, από την Σκύρον.

Σχεδόν δεν πήγαινε πλέον στην εκκλησία, σερνόταν μέσα στο σπίτι, καθόταν κάθε τόσο με τα χέρια άψυχα επάνω στους μηρούς και παραπονιόταν ότι της πονούσαν τα πόδια. Η φτώχεια στο σπίτι δεν ήταν μεγαλύτερη από τις άλλες χρονιές, αφού ο Έφις φρόντιζε για τα πλέον απαραίτητα, αλλά η ατμόσφαιρα εκεί έμοιαζε να είναι φορτωμένη με θλίψη. Τη σαρακοστή οι δυο αδελφές πήγαν να ξομολογηθούν.

Συνέπεσε μάλιστα να είνε πολύ ακριβά, ύστερον από τας βροχάς εις την αγοράν τα σταφύλια, ενώ τα ιδικά της, καθώς είχον ωριμάσει προφυλαγμένα κάτω από την κληματαριάν, ήσαν εξαίσια! — Γρήγορα, παππού, θα σου φέρω και ζεστό επανωφόρι, έλεγεν ευτυχής η Φωτεινή, και ό,τι άλλο χρειάζεσαι διά τον χειμώνα! Κάθε βράδυ θα πλέκω καλάθια και το πρωί θα πηγαίνω εις την αγοράν φορτωμένη.