United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' οι πιστοί φύλακες του Αθανασίου απεποιήθησαν ν' απομακρυνθώσιν εμπαικτικώς ισχυριζόμενοι ότι έμενον παρόντες ίνα κορέσωσι τα όμματά των ατενίζοντες εις πρόσωπον τοσούτω προσφιλές. — Ποτόν δε δηλητηριασμένον προσηνέχθη, αλλά και τούτο απεκρούσθη.

Πούτο Σαϊτάνι φύτρωσες, μπρε! έλεγεν ο Ταχίρ εμπαικτικώς. — Εκεί που δεν έσπειρες· απήντα ο Ζάχος βράζων από τον θυμόν, — Τώχει, μπρε, η μάνα σου; — Τώχει μα δετο δίνει. — Έμεινε κι' άλλος από σας να με σκοτώση; — Θα σε σκοτώσω ατός μου! — Εσύ δε φελάς. . .

Αγουρασμένον τον έχεις τον τόπον; Παρετήρησέ ποτε είς τινα αγερώχως προσελθούσαν πλησίον της και ζητούσαν να την απωθήση. — Αγουρασμένον! Απήντησεν εκείνη. — Κιγώ πού θα σταθώ; — Όπ' στηκέτανε η μάννα ς'! Απεκρίθη εμπαικτικώς η εξ οικογενείας καταγομένη. Και συγχρόνως άλλη παραπέρα ισταμένηαπό σόι και αυτήπροσέθηκεν: — Όπ' άπλουνε τα δίχτυα ου πατέρας σ'!

Τι λοιπόν ημπορούμεν να κάμωμεν ή έστω και να ειπούμεν προς αυτούς; Αγαπητέ μου, ας προσέξωμεν να ακούσωμεν πρώτον από αυτούς όσα προμαντεύω ότι θα ειπούν εμπαικτικώς περιφρονούντες ημάς. Ποία δηλαδή; Πιθανόν να ειπούν εμπαικτικώς τα εξής: Καλέ μου ξένε Αθηναίε και Λακεδαιμόνιε και Κνώσιε, λέγετε την αλήθειαν.

Και εγείρων πελωρίας πέτρας τας μετέφερε και τας ετοποθέτει ενώπιον της Ζερβουδοπούλας, ως φόρον της δυνάμεως προς το κάλλος. Τότε κατεδέχετο η Μαργή να μειδιά εμπαικτικώς. Αλλ' ο Μανώλης εκλαμβάνων τα μειδιάματα εκείνα ως ακτίνας ανατέλλοντος έρωτος, ενεθαρρύνετο εις παραβολωτέρους άθλους αυτού του είδους.

Ωχροκίτρινοι σπινθήρες ανεπήδησαν μετά φλογός εις τον σκιερόν αέρα, θλιβερόν κλάγκασμα αντήχησε και οι μονομάχοι κατέβασαν τα ξίφη των ελεεινά, κατεστραμμένα, ανίκανα διά την πάλην πλέονΈχεις τύχη, τσογλάνι!. . . εφώναξεν εμπαικτικώς ο αλβανός, ρίπτων μακράν το γιαταγάνι του. — Κι' αν δεν έχω την κερδίζω! απήντησε με αυτοπεποίθησιν ο αρματωλός. — Φαίνεσαι νηστικός, δόλιε. .

Η δε Γερακούλα διηγήθη τότε προς όλους το αστείον συμβάν του δειλού χωροφύλακος. «Χωροφύλακας, δασοφύλακας, να, ένας ξένος, δεν ξέρω» έλεγε. Αι δε νεάνιδες ανεκάγχασαν θορυβωδώς, ιδούσαι ότι το παρώνυμον, όπερ εμπαικτικώς απέδιδον εις αυτάς εν τη κώμη, εγένετο αφορμή να καταπλαγή ο ξένος. — Είπα να φωνάξω, εξηκολούθησεν η μήτηρ, αλλά φοβήθηκα, να σας πω. Ήτον ξένος. Πρώτη φορά τον είδα.

Μόλις εις το μέσον της τροχιάς έφθασεν η σφαίρα κ' έπεσε· δεν ηδυνήθη να εξακολουθήση την πορείαν της!. . — Βλέπεις τα, παππού! είπεν εμπαικτικώς ο ενωμοτάρχης. Και χωρίς να στρέψη προς τον γέροντα, μεθυσθείς εκ της επιτυχίας και θέλων να καταπλήξη τους χωρικούς διά της ευστοχίας του, ήρχισε να πυροβολή κατά των πέριξ ελατών.

Διαγκωνίσας δε το πλήθος εισήλθα χωρίς να εννοηθώ ποίος ήμουν και ευρήκα τον φαυλότατον Επικούρειον Δάμιν και τον Τιμοκλήν τον Στωικόν, ένα εξαίρετον άνθρωπον, οι οποίοι εφιλονείκουν με πολλήν ζωηρότητα. Και ο μεν Τιμοκλής είχεν ιδρώση και η φωνή του ήτο εξησθενημένη εκ των κραυγών, ο δε Λάμις εγέλα εμπαικτικώς, πράγμα το οποίον παρώξυνεν έτι περισσότερον τον Τιμοκλήν.

Ταύτην ενεπόρπησαν περί τον δεξιόν ωμόν Του μετά προσποιητής σοβαρότητος, και είτα, έκαστος το γόνυ κάμπτων ειρωνικώς, εμπτύων ατίμως, τύπτων διά του καλάμου την κεφαλήν Εκείνου, διήρχοντο έμπροσθεν Αυτού γονυπιτούντες και εμπαικτικώς προσαγορεύοντες, «Χαίρε, ο Βασιλεύς των ΙουδαίωνΚαι τώρα ακόμη, ο Πιλάτος ήλπιζε και προσεπάθει να Τον σώση.