Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Είνε ευκολώτερον να γεμίσης με χρήμα τα θηλάκια ενός σπατάλου, παρά ενός επαίτου. Ο προορισμός του μεγαλείου είνε να φαίνεται· μεγαλείον κρυπτόμενον, θεώρει κατώτερον και της ασημότητος εκείνης, ήτις προσπαθεί να υπερβή τα ελεεινά όριά της.
Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη 'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι, να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.
Αλλ' ο Σπύρος τα διέψευδεν. Έλεγεν ότι τα διαδίδει αυτά ένας φούρναρης εκεί δίπλα του, ο οποίος αφού είδεν ότι το μαγαζάκι του έκαμνε δουλειά, παρήγγειλε και αυτός και του έφκιασαν μέσα εις τον φούρνον μια μόστρα και έβαλε κάμποσα ψιλικά και αυτός και τα κατέβασεν ελεεινά, και η αλήθεια είνε ότι του έκοψε του Σπύρου τους μουστερήδες.
Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα• «Θα θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου, λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης• αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, 360 και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου. αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις, αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι, να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία».
Όθεν δεν είχον παρέλθει ολίγαι εβδομάδες και το λεπτόν σιδηρούν πέταλον εστράβωσεν ελεεινά, και αντί να δεικνύη μεσημβρίαν εδείκνυε μίαν και ημίσειαν ώραν, κανείς δε δεν είχε φροντίσει εν τω μεταξύ να το διορθώση ή το αντικαταστήση.
Τους ανθρώπους τούτους να τους βδελύττεσαι και να τους πατάσσης· ζητούν να περισώσωσι τα ελεεινά ναυάγιά των, αποπειρώμενοι κατά της ανθρωπότητος ολοκλήρου. Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκην μακράς διδασκαλίας διά να εκπολιτισθή· όταν έχη διάθεσιν προς τούτο, εκπολιτίζεται αφ' εαυτού, μόλις ακούση ότι υπάρχει πολιτισμός.
Αι δύο άλλαις κόραις σου επρόλαβαν την Μοίραν, κι' απέθαναν ελεεινά. ΛΗΡ Αυτό κ' εγώ νομίζω. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Δεν 'ξεύρει τι του γίνεται. Εις μάτην του μιλούμεν. ΕΔΓΑΡ Εις μάτην! Ναι! ΑΞΙΩΜ. Απέθανε, αυθέντα, ο Εδμόνδος. Ό,τι μου είναι δυνατόν διά ν' ανακουφίσω αυτό μας το ερείπιον το μέγα, θα το κάμω.
Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• «Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185 για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, 'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω• να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
Ωχροκίτρινοι σπινθήρες ανεπήδησαν μετά φλογός εις τον σκιερόν αέρα, θλιβερόν κλάγκασμα αντήχησε και οι μονομάχοι κατέβασαν τα ξίφη των ελεεινά, κατεστραμμένα, ανίκανα διά την πάλην πλέον — Έχεις τύχη, τσογλάνι!. . . εφώναξεν εμπαικτικώς ο αλβανός, ρίπτων μακράν το γιαταγάνι του. — Κι' αν δεν έχω την κερδίζω! απήντησε με αυτοπεποίθησιν ο αρματωλός. — Φαίνεσαι νηστικός, δόλιε. .
Οφείλομεν όμως, προς αποφυγήν μείζονος απαισιοδοξίας, ν' αναγνωρίσωμεν ότι, μόνον μετά την άλωσιν της βασιλευούσης, έπεσον οι πλείστοι των λογίων το έσχατον τούτο οικτρόν πτώμα. Πρότερον είχον αντίσχει οι πλείστοι κατά του πειρασμού. Και όμως πόσα ελεεινά πτώματα!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν