United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' είταν απ' όξω αντρών στρατός πούρθαν κλεφτά ν' αρπάξουν το βιος της χώρας, κι' ήθελαν καρτέρι εφτύς να στήσουν. 513 Κι' έτσι άμα εκεί ήρθαν που καλά βολούσε το καρτέρι, 520 σε ρέμα πούχε πότισμα για ζωντανά καθ' είδος, κάθησαν τότες, με χαλκό που θάμπωνε οπλισμένοι· και χώρια απ' το στρατό σκοποί διο κάθουνταν σε βίγλα, πότε να δουν προσμένοντας αρνιά απ' αλάργα ή βόδια.

Τότες του λέει ο άφοβος πολεμιστής Μενέλας 60 «Και πιά 'ναι, ξήγα μου, έπειτα η προσταγή σου; Θέλεις να μείνω εκεί προσμένοντας μαζί τους ως να φτάσεις, για θες να τρέξω πίσω εδώ σαν τους τα πω τα πάνταΤότες του λέει τ' Ατρέα ο γιος, ο πρωταφέντης τ' Άργους «Εκεί καρτέρα, μην τυχόν στο δρόμο χάσει ο ένας 65 τον άλλονε, τι είναι πολλές μέσα απ' τον κάμπο οι στράτες.

Πέρα βαθειά ο Ιορδάνης εστέναζε μέσα στη χαλικοστρωμένη κοίτη κ' ετάραζε προσμένοντας με ανυπομονησία και τρόμο το ένθεο κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη που την εσκέπαζε σκοτεινιά και φρίκη, σαν κατάρατο πνεύμα εβρυχόταν η Νεκρή Θάλασσα, λέγεις και είχεν ακόμη στοιχειά μέσα τις κακές βουλές και τ' ανόσια καμώματα εκείνων που εκατοικούσαν άλλοτε τα Σόδομα και τα Γόμορα.

Γι' αυτό λοιπόν θέλω να γίνης γυναίκα μου· να μου δώσης παιδιά, παιδιά γερά και δυνατά, πλουτισμένα με το αίσθημα σου το βαθύ, με την πραχτική σου σκέψη και με τη μεγάλη ψυχή σου. Εγώ συνάζω έναένα τα λιθάρια· ας έρθουν εκείνα να χτίσουν το νέο Παρθενώνα μας. Ναι; Την κύτταξε κρεμώντας την ψυχή του στα χείλη της, σαν προσκυνητής προσμένοντας το θάμμα.

Έτσι η Πακέττα άνοιγε την καρδιά της στον καλόν Αγαθούλη, μέσα σ' ένα δωμάτιο, μπροστά στο Μαρτίνο, ο οποίος έλεγε στον Αγαθούλη. — Βλέπετε, πως έχω κερδίσει έως τώρα το μισό στοίχημα. Ο αδελφός Γαρουφάλης είχε μείνει στην τραπεζαρία κ' έπινε από λίγο- λίγο προσμένοντας το δείπνο.

Το αναμεταξύ διάστημα δεν ήτανε περισσότερο από δέκα στάδια· μα επειδή το χιόνι δεν είχε λυώσει ακόμη, τούδινε πολλή κούραση. Ο έρωτας όμως όλα μπορεί να τα διαβή και φωτιά και νερό και Σκυθικό χιόνι. Φτάνει λοιπόν τρεχάλα στη στάνη κι αφού ετίναξε από τα πόδια του το χιόνι, και τα δίχτυα έστησε και τον αξό τον άλειψε σε βέργες μακρουλές· κ' ύστερα καθότανε προσμένοντας πουλιά και τη Χλόη.

Εις την Βαβυλώνα όταν εβασίλευεν ο Χαρούμ Καλίφης όντας ένας βαστάζος την αυγήν εις την αγοράν και προσμένοντας διά να τον προσλάβη κανείς εις υπηρεσίαν, είδε μίαν νέαν κυράν σκεπασμένην με ένα πολύτιμον μαχραμάν, και του λέγει· λάβε το ζεμπίλι σου και ακολούθει με.

Κι άμα έφτασεν εκεί και βρήκε το Δάφνη, προσμένοντας με καρδιοχτύπι τα νέα, τόνε δυναμόνει κράζοντάς τονε γαμπρό και του δίνει το λόγο του πως το χυνόπωρο θα κάμουν τους γάμους· και τόνε βεβαίωνε ότι κανένας άλλος δεν θα πάρη τη Χλόη εξόν απ' αυτόν. Γρηγορότερα λοιπόν κι από το νου ο Δάφνης και χωρίς να πιη μήτε να φάη τρέχει στη Χλόη.

Ο καπετάν Μοναχάκης έρριχνε πού και πού μια λοξή ματιά στον τιμονιέρη, που ζητούσε να φυλάξη κάθε κύμα που πλάκωνε. Ο τιμονιέρης, γεροντάκι και αυτός μα γερό κόκκαλο, στεκότανε ακούνητος σαν κολώνα, απίκου, προσμένοντας το κύμα, έτοιμος να ορτσάρη ή να το ποδίση. Εκεί, τραβέρσο το κρατούσανε... Βόηθα, Παναγία μου!

Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς, ένδοξος υιός Πηλέως, Εκάθουνταν εις τα γοργά καράβια κακιωμένος. Ποτέ δεν πήγαιν' εις βουλήν, ούτε ποτ' εις πολέμους· Μόνον προσμένοντας αυτού, έτηκε την καρδιά του, Αλαλαγμόν, και πόλεμον υπερεπιθυμώντας. Aλλ' όταν έκτοτ' έγινεν η δωδεκάτ' ημέρα, Τότ' οι αιώνιοι θεοί πήγαντον Όλυμπ' όλοι Μαζί, προπορευόμενος ο Ζευς.