Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Η βαθογάλανη αυτή η αστροφεγγιά είναι μέρος της Αττικής, καθώς του Παρθενώνα της μέρος είναι η πανώρια προμετωπίδα του. Κοίταγέ τα ταστέριά της και μέτρα τα αν μπορείς. Και σαν τ' απομετρήσης, πρόσθεσε την ιερή τη σκόνη της γης της, και τότες έχεις τις μεγάλες, τις δοξασμένες ψυχές που φεγγοβόλησαν εδώ πέρα, — από ένα Θησέα, ως ένα Καραϊσκάκη. Πέσε τώρα και προσκύνησέ την αυτή τη σκόνη.
Εγώ με θάρρος και με περηφάνεια θα το φωνάζω πως αντίκρυ στον αγήρατο τον Παρθενώνα σου θα στήσουμε μια μέρα και μεις το Ναό μας — μπορεί να μην είναι αφιερωμένος στην Αθηνά, μπορεί και να μη λέγεται Φειδίας ο χτίστης του. Μέσα στα κατάλαμπρα βάθια του θα ψάλλουνται τραγούδια κ' ύμνοι, — μπορεί να μην είναι στο ξάμετρο βαλμένοι, μπορεί να μην έχουν και νεκραναστημένες λέξες οι στίχοι τους.
Δε ζήτησ' εκεί να μιμηθή δουλικά την αρχαιότητα καθώς έκαμε γράφοντας στην αττική τα χρονικά του από Ευσέβιο ως Χαλκοκοντύλη. Παρθενώνα δε γυρέψανε να στήσουνε. Δε φυλάξανε μήτε τοσοδά από το κυριώτερο στοιχείο της παλιάς τέχνης, την ίσια γραμμή. Δικό τους δρόμο χαράξανε και στην αρχιτεχτονική, και στη ζουγραφική και στη μουσική. Θόλοι και καμάρες τα χτίρια.
Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν. Ήνοιξε το παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως εκάλει το βλέμμα του η υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο έναστρος ουρανός. Αυτά ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα.
Αποκοιμήθηκα ή όχι, ποιος το ξέρει; Μου φαίνεται τώρα πως βλέπω μιαν Ακρόπολη καινούρια, πως βλέπω καινούριους θεούς. Στου Παρθενώνα μας τα σκαλοπάτια κάθουνται γυναίκες πολλές αραδιασμένες· τις προσκυνούν οι καινούριοι θεοί και τις φέρνουν κάτι λουλούδια, που μοιάζει πως αναποδογυρίζει ο ουρανός από μοσκοβολιά.
— Τώρα μπορεί κανείς να συμπληρώση άσφαλτα τη μετόπη του Παρθενώνα. Μου φαίνεται πως ένα κομμάτι από την πομπή των Παναθηναίων πέρασε μπροστά μας· αργοψιθύρισε ο Περαχώρας. — Τι άχαρος που είνε τώρα ο κήπος! είπε με θλίψη του ο Αλαμάνος. Πάω να την ιδώ από κοντά. Ερχόστε; — Βέβαια· είπαν οι σοφοί, πέρνοντες τα καπέλλα τους. Δεν ερχόστε και σεις κ. Αριστόδημε ; Αρκετά εργασθήκαμε σήμερα.
Γι' αυτό λοιπόν θέλω να γίνης γυναίκα μου· να μου δώσης παιδιά, παιδιά γερά και δυνατά, πλουτισμένα με το αίσθημα σου το βαθύ, με την πραχτική σου σκέψη και με τη μεγάλη ψυχή σου. Εγώ συνάζω ένα — ένα τα λιθάρια· ας έρθουν εκείνα να χτίσουν το νέο Παρθενώνα μας. Ναι; Την κύτταξε κρεμώντας την ψυχή του στα χείλη της, σαν προσκυνητής προσμένοντας το θάμμα.
»Ταύτα ειπούσα, προέβη ενώπιον των οφθαλμών μου, όλη δι' ενός κινήματος, χωρίς να φαίνεται κινούσα τους πόδας, μηδέ πατούσα επί του εδάφους. Τότε εθάρρησα να τη είπω· — Πού βαίνεις, ω θεά; — Εις τον οίκον μου, απήντησεν εκείνη. »Και το μεν πρώτον υπέλαβον ότι έβαινεν εις τον Όλυμπον. Αλλ' ευθύς ύστερον ενόησα ότι οίκον αυτής ενόει την Ακρόπολιν και τον Παρθενώνα.
Μην κοιτάζης μοναχά του Παρθενώνα τα αιώνια τα κάλλη, — αυτά κι α δεν τα λατρέψης όσο τους πρέπει, δεν πολυκολάζεται η ψυχή σου. Το πολύ θαπορέση ο κόσμος που δε σε μάγεψε η θεία δύναμη της Ομορφιάς, δε σε μέθυσε ως εκεί η εθνική η περηφάνεια.
Και τέλειονε το κέντημα, το χιλιοξομπλιασμένο, Κεντώντας πόλη κάτασπρη κοντά σε περιγιάλι, Με μάρμαρα πελεκητά και χρυσοσκαλισμένα, Και στην κορφή πανέμορφο βασιλικό παλάτι, Οπού έχει μέσα βασιλιά κι’ απανωθιώ σημαία Γαλάζια-καταγάλαζια, μ’ άσπρο Σταυρό στη μέση, Και μες στη μέση του Σταυρού κορώνα στουροφόρα.... Κι’ αντίκρυ από του Βασιλιά το κάτασπρο παλάτι, Κένταγε βράχον ένδοξο, περίφανο, μεγάλον, Από τον ήλιο κόκκινο κι’ από τα χρόνια μαύρο, Και στην κορφή τον ξακουστό και θείον Παρθενώνα, Της Τέχνης άγιο λείψανο, του Ωραίου άγιο βήμα, Προσκυνητάρι σεβαστό του κόσμου πέρα ως πέρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν