Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025
— Δεν είνε τίποτα· η γάτα της βιβλιοθήκης ξύπνησε, είπε ο Δημητράκης· εμπρός!... Βρέθηκαν στο σκοτάδι· η λάμπα είχε πέσει μαζί με το τραπέζι κ' έγινε σύψαλα στο πάτωμα. — Αριστόδημε!... πού είσαι Αριστόδημε! αδερφέ! φώναξε ο Δημητράκης περίτρομος. — Α!... αίματα... πατάω αίματα!... είπε η Ελπίδα ανατριχιάζοντας. — Φως!... ένα φως!... πρόσταξε ο Δημητράκης τον Κουτρουμπή· γρήγορα . .
Μωρ' ο βρωμοκουρδουκέφαλος να πάρη το σπίτι του Ευμορφόπουλου; είσαστε καλά! Πέντε τοπομαχικά θα βάλω στη σκάλα· πέντε τοπομαχικά... Η Ελπίδα στεκόταν σοβαρή μπροστά του, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να κλάψη ή να γελάση με τη θέση του. — Μα καλά, Αριστόδημε, του είπε με φωνή μαλακή· αξίζει τάχα σε σένα, έναν Ευμορφόπουλο, ένα σοφό! να καταντήση σε τέτοια μ' έναν παλιοκουρδουκέφαλο.
Μου συνέβη μάλιστα και κάτι νόστιμον· ένας δούλος του Αγάθωνος ήλθεν από μέσα εις προϋπάντησίν μου και με ωδήγησεν αμέσως εκεί όπου ευρίσκοντο ξαπλωμένοι και οι άλλοι, περιμένοντες ν' αρχίση το δείπνον. Μόλις δε με είδεν ο Αγάθων, — Αριστόδημε, είπεν, εις καλήν ώραν ήλθες διά να δειπνήσης μαζή μας· εάν όμως ήλθες δι' άλλο πράγμα, ας το αναβάλωμεν δι' άλλοτε.
Άκουε τους θαυμασμούς των σοφών και πίστευε πως δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να αναμπαίξουν τον ξεπεσμό τους. — Τι γλυκειά, τι χαριτωμένη, τι συμπαθητική, κόρη! εψιθύριζε ο Αλαμάνος, μη θέλοντας να σηκώση τα μάτια του από τον κήπο. — Και ποια είνε; ποια είνε, κύριε Αριστόδημε; γύρισε και τον ρώτησε ο Γκενεβέζος. — Μια του χωριού· απάντησε με περιφρόνηση· τη λεν' Ελπίδα.
— Τώρα μπορεί κανείς να συμπληρώση άσφαλτα τη μετόπη του Παρθενώνα. Μου φαίνεται πως ένα κομμάτι από την πομπή των Παναθηναίων πέρασε μπροστά μας· αργοψιθύρισε ο Περαχώρας. — Τι άχαρος που είνε τώρα ο κήπος! είπε με θλίψη του ο Αλαμάνος. Πάω να την ιδώ από κοντά. Ερχόστε; — Βέβαια· είπαν οι σοφοί, πέρνοντες τα καπέλλα τους. Δεν ερχόστε και σεις κ. Αριστόδημε ; Αρκετά εργασθήκαμε σήμερα.
— Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε. — Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον· Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ.
Έπειτα παραίτησε την αξίνα του κ' ήρθε κάτου από την ταράτσα. Ήταν ο Κουρδουκέφαλος ο δανειστής κι ο νοικοκύρης τώρα του μετοχιού. Όταν βγήκε στη δημοπρασία επλειοδότησε και το μετόχι κατακυρώθηκε στ' όνομά του. — Σε κλέβω; εγώ σε κλέβω, κύριε Αριστόδημε! ρώτησε μαλακά τον αρχαιολόγο. Μα το σταυρό μ' αδικείς. — Δε σ' αδικώ καθόλου· με κλέβεις! με κλέβεις! με κλέβεις!.. φώναξε πεισματικά εκείνος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν