Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025


Που είσαι, Ελένη μου; Για εύγα να σε 'δούμεν Κι' από τη μαύρη μας καρδιά δυο λόγια να σε 'πούμεν». Και ολίγον κατωτέρω· «Διαβάτα που με θαυμασμό το μνήμα της κυττάζεις, Και τ' όνομά της στο Σταυρό το νεκρικό διαβάζεις, Ειπέ της ανθρωπότητος, ωραίε διαβάτα, Ότι ενταύθα κοίτεται υπό την μαύρην πλάκα».

Α! τι κυττάζεις; ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτόν! αυτόν! Πώς χλωμιασμένος προσηλόνει εδώ τα βλέμματα! η μορφή του κ' η αιτία ενωμένα ημπορούσαν με την διδαχήν τους να δώσουν εις ταις πέτραις αίσθημα και γνώσιν. Μη με κυττάζης, μήπως με το θλιβερό σου ήθος εκείνο αλλάξης τον ωμόν σκοπόν μου, και ό,τι θα πράξω ξεθωριάση! μήπως χύσω όχι αίμ' αλλά δάκρυα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τίνος λέγεις τούτα; ΑΜΛΕΤΟΣ Τίποτ' εκεί δεν βλέπεις;

Νά, δεν κυττάζεις τα ωραία ματάκια της Παναγίτσας μας; Δεν σου λέγουν ότι θα έλθη; Και εξηκολούθει τας προσευχάς της ημέραν και νύκτα, γονυπετής ενώπιον της αγίας Εικόνος μέσα εις τους ευώδεις καπνούς των θυμιαμάτων που άφθονα είχεν ανάψει, σαν να ήτο μία ζωγραφιά αγγέλου, και έλεγε μετά κατανύξεως και πεποιθήσεως: — Αν τον επότισαν, Παναγία μου Δεσποινα, χάλασέ τα τα μάγια!

Τα λόγια σου είναι πικρά. Με κυττάζεις παράξενα. Μια σκιά πέφτει στο πρόσωπό σου, που μου κάνει φόβο. Βέρα έλα να γυρίσωμε πίσω, έλα να γυρίσωμε στην παλιά εξοχή, μέσα στα πυκνά δέντρα. Έλα, Βέρα. ΒΕΡΑΘα ήτανε καλύτερα να μη συναντηθούμε ποτέ. ΦΛΕΡΗΣΈσβυσε λοιπόν το καθετί μέσα σου; ΒΕΡΑΑν είχε σβύσει δεν θα μ' έμελε να συναντηθούμε.

Ήρχετο κατόπιν μου και θαυμάζω και εγώ τι να έγεινε. — Αί! παιδί, είπεν ο Αγάθων αποτεινόμενος προς ένα δούλον, δεν κυττάζεις πού να είναι ο Σωκράτης και να τον φέρης μέσα; Συ δε, Αριστόδημε, ξαπλώσου κοντά εις τον Ερυξίμαχον· Και διέταξε τον δούλον να μου πλύνη τους πόδας διά να ξαπλωθώ.

Σ' έχε και σύντροφο μαζύ και κύρη. Όχι, δεν θέλω, Καίσαρ, να τον σφάξης, δώρο τη συχώρεσί του πρέπει να μου τάξης. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Έπειτα είνε και πολύ ωραίος. Σένα τα μάτια σου σαν τον κυττάζεις, ολοένα γιομίζουν αστραπές. ΕΥΝΙΚΗ Το ξέρω πως μας ζουλεύεις και τους δυο μας, γέρο. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Γέρος εγώ; ΕΥΝΙΚΗ. Σαν το παιδί σου δεν είσαι βέβαια. Ντροπή σου από τη ζήλεια σου για τα δροσάτα νειάτα του

Ο κόσμος περνούσε ακόμα ατέλειωτος στη μεγάλη στράτα. Ταμάξια, αι καβαλλάρηδες, οι πεζοί. Εγώ ξαναρώτησα το ζητιάνο: — Γιατί κυττάζεις έτσι αυτό το δρομαλάκι; Ο ζητιάνος χωρίς να γυρίση να με ιδή μου αποκρίθηκε, μ' έναν αναστεναγμό: — Είναι το δρομαλάκι της ευτυχίας. Γέλασα και του είπα: — Ποιος σου το είπε εσένα; Ο ζητιάνος στενοχωρημένος μου μάσησε δυο λόγια: — Δεν ξέρω....

Η παραστρατημένη ζωή δεν μπορεί να ξαναγυρίση στον πρώτο της δρόμο. . . ΜΙΣΤΡΑΣΔόξα σοι ο θεός, που το καταλαβαίνεις. ΦΛΕΡΗΣΤι κυττάζεις εκεί γιατρέ; Είναι κανένας; ΜΙΣΤΡΑΣΌχι. Τίποτε. Έτσι κύτταξα. Λέγε μου, λοιπόν. Τι απόγινε; ΦΛΕΡΗΣΤι να σου πω; Δεν έχω πια να πω τίποτε. Απολύτως τίποτε. Ώστε; Λοιπόν; . .. Δε μου λες; ΦΛΕΡΗΣΜην ανησυχής γιατρέ. Ό,τι είδες το είδα.

Εψές δεν ήμουν εδώ. — Και πού ήσουνα; ηρώτησεν ο γέρος. — Υπήγα μ' ένα φίλον μου. — Πού; — Εις το ψάρευμα. — Α, είσαι και ψαράς; — Όχι, δι' ευχαρίστησιν μόνον. Ο Βούγκος, όστις ήτο εις άκρον απονήρευτος, εκύτταξε κατά πρόσωπον εις τον ξένον. Ούτος παρετήρησε το βλέμμα αυτού. — Τι είνε, Βούγκο; τω είπε· τι με κυττάζεις;

Έχω κλειδώσει την πόρτα από μέσα παιδάκι μου . . . απ' το σαστισμό μου, τι να κάμω! Μου ήτανε γραφτό να πάθω, τάπαθα. Έτσι νάχης πολύ καλό, Μαρουσώ μου . . . Δεν κυττάζεις κρυφά, κρυφά απ' το παντζούρι εκείνο; . . . να ιδής αν είναι ο Κυριάκος κάτω ή έχει τραβήξει; Η Μαρουσώ ήλθε προς το υποδειχθέν παράθυρον, κ' εκύτταξε κατά τον δρόμον. Είτα επιστραφείσα είπεν·

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν