Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Επυκνώνονταν, ολοένα επυκνώνονταν ανάμεσα στους τέσερους τοίχους. Ο κόσμος ο περίεργος υπομονετικός μέσα, εκατάπινε καπνούς από τσιγάρα και από βρώμικα πετρέλαια καπνούς. Εφούσκωναν τα μάτια γυαλιστερά, φλογισμένα. Εξεραίνονταν οι λάρυγκες από την πνιγερή, ασφυχτική δύσπνια.

Δώδεκα 'μέρες πέρασαν, ούτ' ήρθε κι ούτ' εφάνη, ούτε και ξέρει ο άκαρδος αν ζούμε ή αν δε ζούμε, ούτ' έκρουσε την πόρτα μου δώδεκα 'μέρες τώρα. Ω! δίχως άλλο ο Έρωτάς κ' η πονηρή Αφροδίτη θα του σηκώσαν το μυαλό κ' έπιασεν άλλη αγάπη. Ταχυά θα πάω να τόνε βρω μονάχη στην παλαίστρα και θα του παραπονεθώ για όσα κακά μου κάνει. Τώρα μ' ευωδιαστούς καπνούς θε να του κάνω μάγια.

Όταν ο Βαγγέλης, την νύκτα της ιδίας ημέρας, ευρέθη ότι είχε πίει πολύ ρακί και κρασί, τότε ενθυμήθη την πρωινήν μικράν σκηνήν με την Κατερνιώ, την ζωντοχήραν, και φαίνεται ότι έδωκε την ερμηνείαν, την οποίαν ήθελε να δώση σύμφωνα με τους καπνούς της ώρας εκείνης. Επανήλθε διά να κοιμηθή την μίαν μετά τα μεσάνυχτα.

Ο δε Καραϊσκάκης επιθυμών ν' αποδιώξη τον Άγον Μουχουρδάρην από Πετροχώρι και μη έχων ικανήν δύναμιν διά να το εκτελέση διά των όπλων, επενόησε το ακόλουθον στρατήγημα, το οποίον και επέτυχε θαυμασιώτατα. Διώρισε διάφορα μικρά σώματα να περιφέρωνται εις τα περί το Πετροχώρι δάση τουφεκίζοντα, ανάπτοντα φωτίας την νύκτα και κάμνοντα καπνούς την ημέραν.

Στενόν, στενόν το πέλαγος Ο τρόμος κάμνει· πέφτει Ένα καράβι επάνω Εις τ' άλλο και συντρίβονται· Πνίγονται οι ναύται. Ω! πώς από τα μάτια μου Ταχέως εχάθη ο στόλος· Πλέον δεν ξανοίγω τώρα Παρά καπνούς και φλόγας Ουρανομήκεις. Έξω από την θαλάσσιον Πυρκαϊάν νικήτριαι Ιδού πάλιν εκβαίνουν Σωσμέναι η δύο κατάμαυροι Θαυμάσιαι πρώται.

Νά, δεν κυττάζεις τα ωραία ματάκια της Παναγίτσας μας; Δεν σου λέγουν ότι θα έλθη; Και εξηκολούθει τας προσευχάς της ημέραν και νύκτα, γονυπετής ενώπιον της αγίας Εικόνος μέσα εις τους ευώδεις καπνούς των θυμιαμάτων που άφθονα είχεν ανάψει, σαν να ήτο μία ζωγραφιά αγγέλου, και έλεγε μετά κατανύξεως και πεποιθήσεως: — Αν τον επότισαν, Παναγία μου Δεσποινα, χάλασέ τα τα μάγια!

Την έδιωξ' από το σπίτι πριν ξεσπάση και μας ξετινάξη καπνούς και φλόγες αυτό το βουνό. Εμείς τώρα πρέπει να μείνουμε στη μάννα κοντά. Πήγα και της είπα πως για παρηγοριά της θα μείνουμε. Κράλης. Αδερφέ μου, ό,τι σου λέει η μεγάλη σου γνώση. Κωστ. Γλήγορα θα μ' έχης στο καλορρίζικό σου, και τότεςπρώτα ο Θεόςταποσώνουμε το ξεφάντωμα. Να ο Κεριάκος με τάλογα όξω. Κατεβαίνουν κ' οι γυναίκες.

Ετίκλωσαν κ' εθόλωσαν όλο το καφενείο μέσα. Ετρεμόφεγγαν σαν καντηλάκια μες τους θολούς καπνούς οι λάμπες πάνω, και δεν καλοξεχώριζαν ένας από τον άλλον κάτω.

Μπορούσε να διαβάζη κι αποπάνω κι αποκάτω, κρατούσε το βιβλίο πότε ορθά πότε ανάποδα και διάβαζε τόσο δυνατά, που αντηχούσε όλο το σπίτι. Τέλος κάθησε λίγες στιγμές μόνος του και συλλογιζότανε. Έπειτα έτρεξε άξαφνα τόσο γλήγορα, σα να είχε βια να φτάση όσο μπορούσε προτήτερα εκεί που ήθελε. Πήγε ίσια στην κάμαρα του μπαμπά, όπου καθότανε κείνος πνιγμένος στους καπνούς.

Το πρωραίον είχε στεγαδώσει πλέον από τους καπνούς τόσων τσιγάρων και διέταξεν ο ναύκληρος ν' ανοίξωσιν άνωθεν μίαν υαλοθυρίδα του φεγγίτου.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν