United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα, γιατί μας θανάτωσε και την αρετή, — δεν λέγω τη χριστιανική την αρετή που μας ανεβάζει στον Παράδεισο, μόνο κείνη που μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτή η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώση ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας.

Ήτον πολύ τολμηρός ο λόγος μου τούτος κ' έφερε στο απαλό μάγουλό της το βαθύτερο της φωτιάς χρώμα. Αλλά δεν επειράχτηκε, γιατ' είδα να ξεβάψη γλήγορα πάλι και να με γλυκοτηρά. Έτσι περάσαμε όλο το δρόμο, ως το χωριό. Εγώ παντού την επεριποιόμουν.

Οι φύλακες κι' ο Τριστάνος κατεβαίνουν στην πόλι, για τον τόπο της φωτιάς. Ένας καβαλλάρης τρέχει κατά πίσω τους, τους φτάνει, πηδάει από το άτι που τρέχει ακόμη. Είναι ο Ντινάς, ο καλός αυλάρχης. Στο άκουσμα των συμβάντων, άφησε αμέσως τον πύργο του Λιντάν. Ο αφρός, ο ιδρώτας, και το αίμα αυλάκια κυλάνε στα πλευρά του αλόγου του: «Υγιέ, πάω στο δικαστήριο του Βασιληά.

Καταγανακτησμένοι όμως από την κακοπάθειαν και τον κόπον, εξεθύμαινον εις ύβρεις κατά του Καραϊσκάκη· αυτός όμως εφάνη πολύ περιποιητικώτερος και φιλοφρονέστερος εκείνην την νύκτα απ' ό, τι εκ φύσεως ήτον, και περιερχόμενος τας συνοικίας των στρατιωτών τους ενεθάρρυνε, φιλοφρονούμενος και δεξιούμενος αυτούς και παρακινών και συμπράττων εις το ν' ανάψωσι φωτίας· ώστε η κατ' αυτού αγανάκτησις εξαλείφθη διόλου, και αφ' ού μάλιστα έπαυσεν η βροχή και άναψαν τας φωτίας, απέδωκαν την αιτίαν όπου φυσικά ανήκε να την αποδώσωσιν, εις την αχρειότητα του καιρού.

Χαδέβει ταλαφρά σημάδια της φωτιάς σταγαπημένο χέρι του λεβέντη της, και μας θυμίζει πάντα·Τι βραδιά κ' εκείνη, Χριστούλη μου! Μου την έσκισε την καρδιά! Δόξα νάχης που μου το φύλαξες!.. .

Και ο τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον.

Κι' όπως λεβέτι από πολλής φωτιάς πυράδα βράζει 362 μέσα με χόχλους, τι στεγνά καιν από κάτου ξύλα, 364 σαν έτσι απ' τη φωτιά άναψαν οι ρεματόχτοι γύρω, 365 κι' έβραζε τ' όμορφο νερό απ' του θεού τις φλόγες. 365 367

Είχεν ανάψει πλέον το πυρ η Κρατήρα· και ήδη κατεγίνετο να καθαρίση την ευρύχωρον εστίαν εν τη γωνία της οικίας, σαρώνουσα με μικράν εκ πτερών όρνιθος σκουπίτσαν την στάκτην και τα λοιπά λείψανα της αποβραδυνής φωτιάς. — Άιντε τώρα να ζυμώσης και να παςτον φούρνο, Κρατήρα! Παρετήρησε πάλιν με το ειρωνικόν του μειδίαμα ο μπάρμπα-Σταύρος θωπεύων τον μύστακά του μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως.

Αντίκρυ του παπά, από την άλλη την κορφή, κάθησε η γριά και δίπλα στη γριά η Μαριάνθη έχοντας τα τρία τα κατσίκια στην ποδιά της, κι' αυτά μούλοναν ήσυχα-ήσυχα μέσα εκεί, από τη γλύκα της φωτιάς. Δίπλα στη Μαριάνθη κάθονταν οι τρεις γιδομάννες, μασσώντας κριθάρι, που τους είχαν βάλει μέσα σ' ένα γκριμπούρι, για μεγαλύτερη περιποίηση, και για να κατεβάσουνε πλειότερο γάλα.

Είπε, μα για τον καστανό Μενέλα ανησυχούσε. 240 Τότες τους μίλησε ξανά ο θαρρετός Διομήδης «Αν ορισμός σας σύντροφο εγώ 'ναι να διαλέξω, πώς τότες να ξεχάσω εγώ το θεϊκό Δυσσέα, π' ότι κι' αν πιάσει, η τολμηρή καρδιά του δε γνωρίζει τι είναι όκνος, κι' η θεά Αθηνά τον αγαπάει περίσσα; 245 Μ' αφτόν μαζί, κι' απ' της φωτιάς τις φλόγες μέσα οι διο μας πίσω γυρνούμε, τι ποτές δεν του σαστίζει ο νους του