United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εσύ παινιόσουν δα άλλοτες τον καστανό Μενέλα 430 πως τον νικάς στη δύναμη, στα χέρια, στο κοντάρι· μα σύρε κι' αντροκάλεσ' τον στήθος με στήθος τώρα να ξαναβγείτε ... Όμως εγώ σ' το λέω για το καλό σου, να πάψεις, κι' ασυλλόγιστα πολέμους μη γυρέβεις και μάχες με το βασιλιά Μενέλα να μου σταίνεις, 435 μήπως σε στρώσει γλήγορα με το κοντάρι χάμου

Μα μόλις ο θεόμορφος Αλέξαντρος τον είδε 30 μες στους προμάχους άξαφνα, τον πιάνει λες αντράλα, και πίσω ως στους συντρόφους του κολώνει μη την πάθει. Πώς ο διαβάτης του βουνού τη λαγκαδιά σα βλέπει δαγκάρα οχιά, ξανάστροφα τραβιέται τρομασμένος, και πίσω φέβγει και χλωμιά τα μάγουλά του βάφει· 35 έτσι κι' αφτός φοβήθηκε τον καστανό Μενέλα και πίσω χώθηκε ξανά μες στο σωρό των Τρώων.

Παρέκει τερηδώνες σαν κοκκινόμαυροι σκώληκες, ντυμένοι στο καστανό χνούδι τους, ανάδευαν ανυπόμονες να κολλήσουν στο πλεούμενο και να κάμουν κόσκινο το ξύλο του. Αλλού της Αφροδίτης ο Κεστός μακρύς, κλωθογύριστος, ολομέταξος άπλωνε τις απαλές κορδέλες του σαν να εζητούσε κάτω εκεί το αιθέριο κορμί της θεάς του.

Το μουστάκι του πάλε, το καστανό, το ψιλόχνουδο, το πηχτουλό, σου παρουσίαζε αντροσύνη και ζεστασιά, που τα ψιλογραμμένα τα φρύδια δεν τηνε δείχνανε. Όσο για τα μαύρα του μάτια, τα στοχαστικά και τα γοργοκίνητα, τέλος δεν είχε η λυπητερή διαφανάδα τους. Με το Κρητικό το μαυρομάντιλο τυλιγμένο περίγυρα στην κορφή του, δεν τα πολυστερούσουνα τα σγουρά του.

Καθισμένες έτσι οι τρεις αδελφές έμοιαζαν καταπληκτικά∙ μόνο που αντιπροσώπευαν τρεις διαφορετικές ηλικίες: η ντόνα Νοέμι ήταν ακόμη νέα, η ντόνα Έστερ ηλικιωμένη και η ντόνα Ρουθ ήδη γριά, αλλά κοτσονάτη, ευγενική, γαλήνια. Τα μάτια της ντόνας Έστερ, λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από εκείνα των αδερφάδων της, μ’ ένα χρώμα καστανό χρυσαφί, είχαν μια λάμψη παιδική και πονηρή ταυτόχρονα.

Είπε, μα για τον καστανό Μενέλα ανησυχούσε. 240 Τότες τους μίλησε ξανά ο θαρρετός Διομήδης «Αν ορισμός σας σύντροφο εγώ 'ναι να διαλέξω, πώς τότες να ξεχάσω εγώ το θεϊκό Δυσσέα, π' ότι κι' αν πιάσει, η τολμηρή καρδιά του δε γνωρίζει τι είναι όκνος, κι' η θεά Αθηνά τον αγαπάει περίσσα; 245 Μ' αφτόν μαζί, κι' απ' της φωτιάς τις φλόγες μέσα οι διο μας πίσω γυρνούμε, τι ποτές δεν του σαστίζει ο νους του

Τι βάμμα όμως να προτιμήση; Γαλάζιο, μαύρο, κόκκινο, βυσσινί; ή να βάλη καλήτερα ξανθό, καστανό, πράσινο, σταχτί; Μα τάχα και το κίτρινο δεν είν' ώμορφο; 'Αμ' εκείνο το σοκολατί πάλε τι σου λέει! — Γειά σου, κυρά νύφη· είπε στην κοπέλλα αναμπαιχτηκά· δε μου δίνεις και συ μια γνώμη; Σηκώθηκε ορθή. — Τι γνώμη;