United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κουρασμένος, έβλεπε σαν ξένα τα δέντρα και την αυλή και το σωρό των παιδιών, που στεκόντανε στον ήλιο· κι όλη την ώρα το βλέμμα του είτανε τόσο παράξενο, σα να συλλογιζότανε γιατί όλα αυτά δεν είταν τόσο ωραία, όπως άλλοτε.

Τι ο Αίας μέσα απ' το σωρό χοιμάει και τον σουγλίζει από κοντά, τρυπώντας του το χαλκοστέριο κράνος, 294 κι' οχ την πληγή όξω πήδησαν κοντά στο σουληνάρι 297 ανάκατα αίμα και μιαλός.

Έτσι έχε λίγο απομονή το τι θα πω ν' ακούσεις. 220 Πάντα οι αθρώποι γλήγορα τον πόλεμο μπουχτίζουν, που το δρεπάνι του σωρό στρώνει το χόρτο χάμου, μα ο θέρος τίποτα, όταν πια τη ζυγαριά του ο Δίας τη γύρει πούναι μοιραστής στημένος των πολέμων.

Λέμε του καιρού εκείνου επίτηδες, επειδή κάτι αργότερα αν κ' έμεινε πάντα ο ίδιος ο ρυθμός, και σε τούτο στάθηκε η Αγιά Σοφιά πρότυπο, άλλαξαν όμως οι θόλοι, και σε πολλούς ναούς τους έστηναν απάνω σ' οχτάγωνους γύρους· αλλού πάλε βάζανε σωρό θόλους και στόλιζαν τους γύρους εκείνους με διπλά ή μονά παραθυράκια· καθώς κι άλλες παρόμοιες αλλαγές.

Ελάτε φίλοι, συμαζωχθήτε, Στο τοιμασμένο τούτο σκαμνί, Απλόστε χέρι και μην αργήτε, Στων τηγανίτων την ηδονή. Ω! τηγανίταις καλοφκιασμέναις, Ω τηγανίταις με το σωρό. Ζαχαρωμέναις και μελωμέναις, Και με σουσάμι τ' ασπροδερό. Ω! τηγανίταις, ω! νοστιμάδα. Ω! νοικοκύρης. ω!συνοδιά! Ω! ευχαρίστησι. ω! τι γλυκάδα. Ω! χαροκόπα, καλή βραδιά.

Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου, ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι, 490 μα δεν τον βρήκε, μον βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια.

Τα βιολιά που τσιρίζανε λούφαξαν. Ο χορός σταμάτησε Ο Νίκος τινάχτηκε απάνω κι ώρμησε μέσα στο σωρό να βρη τη Λιόλια.

Ήθελα νάμουν τσέλιγγας, νάμουν κ' ένας σκουτέρης, Να πάω να ζήσωτο μαντρί, 'ς την ερημιά, 'ς τα δάσα, Νάχω κοπάδι πρόβατα, νάχω κοπάδι γίδια, Κ' έναν σωρό μαντρόσκυλλα, νάχω και βοσκοτόπια Το καλοκαίριτα βουνά και τον χειμώτους κάμπους. Νάχω από πάλιουραν βορό και στρούγγα από ροδάμι.

ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Μπορεί να σε ρωτήσω, Γιλβέρτε, ποιους εννοείς; ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Ω! Όλους τους δευτέρας τάξεως litterateurs . Μας έχουν κάνει έφοδο ένα σωρό άνθρωποι που, όταν ο ποιητής ή ο ζωγράφος πεθαίνη και πάη, έρχονται σπίτι με το νεκροθάφτη και ξεχνούν πως η μόνη τους δουλειά είναι να καθήσουν βουβοί. Αλλά δεν πρέπει να γίνη λόγος γι' αυτούς. Αυτοί είναι οι ταφογδύτες της φιλολογίας.

Αδειάζει κι' αυτή, οπού και εις τον ύπνο της ακόμα πλέκει την κάλτσα της κινούσα τα χέρια της! . . . Και ανεστέναξε βαθέως: — Να ήμουν ταχυά κι' εγώ στην Παναγία την Λημνιά, τη ενορία μας, ταχυά το ψυχοσάββατο! Τι κόλλυβα σωρό, οπού θα πάνε για όλους τους πεθαμένους! . . .