United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέπων δε άλλοτε μεν προς τους σκοτεινούς θόλους επάνω, οπόθεν, από ένα φεγγίτην μόνον κατήρχετο ολίγον φως ηλίου την ημέραν και ολιγώτερον φως αστέρων την νύκτα, διηγείτο εν ευγλωττία ακατασχέτω, με ενθουσιώδεις πολλάκις αναπάλσεις της φωνής του, με κραδασμούς του λάρυγγος θεωριών εν οπτασίαις, με οξυλάλους τιναγμούς της σπάθης του, τώρα εν τη ρύμη των λόγων του δακρύων, και τώρα αίφνης μειδιών, εν μυστική ψυχής ευφροσύνη, διηγείτο μυστηριώδη και παράδοξα με ένα ενθουσιασμόν προφητικόν.

Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.

Ο ήλιος θα πρόβανε σε λίγο πίσω απ τα βουνά, και περακεί, πάνω απ το πέλαγο, πάνω απ της Κούρσας ταπόγκρεμνα και κρεμαστά κεφάλια, πάνω στους πλουσιοφωτισμένους θόλους, ξέθωρο βλέφαρο, μάτι σβυσμένο εξεχάστηκε στον ουρανό ψηλά, εκρέμαγε ακόμα, ξέχρωμο τόρα, ξεβαμένο, άδοξο το φεγγάρι.

Οι βυζαντινοί ως τόσο πήγαν ακόμα πιο μακρήτερα, και μαζί με τις καμάρες βάλανε στους ναούς τους θόλους και παραθόλους. Το σύστημά τους αυτό πουθενά δε φαίνεται τόσο περίτρανα αποδειγμένο καθώς στο ναό της Αγιάς Σοφιάς, που από του Ιουστινιανού τον καιρό χρησίμεψε πρότυπο για κάθε άλλο ναό.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω τρομερή, πόσο σφοδρά με βιάζεις να τον είπω· κ' ιδού τον φανερόνω εγώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω, 265 αλλά ποσώς δεν θα χαρής, καθώς κ' εγώ δεν χαίρω· ότ' εις πολλαίς χώραις θνητών παράγγειλε μου εκείνος να πάρω δρόμο, φέρνοντας ίσιο κουπί μαζή μου, όσο να φθάσωτους θνητούς 'που θάλασσα δεν ξεύρουν, και οπού δεν τρώγουν φαγητό με άλατ' αρτυμένο. 270 ούτε τα κοκκινόπλωρα καράβι' αυτοί γνωρίζουν, ούτε τα ίσια κουπιά, 'που 'ναι πτερά των πλοίων, κ' ένα σημάδι φανερό μου είπε, οπού δεν κρύβω·τον δρόμον άμ' απαντηθή μ' εμέν' άλλος οδίτης και ειπή, 'ς τον λαμπρόν ώμον μου πως έχω λιχνιστήρι, 275την γη να στήσω το κουπί, μου είπε, και, αφού κάμω του Ποσειδώνα βασιληά καλόδεκταις θυσίαις, κριάρι, ταύρον σφάζοντας, και χοίρον αναβάτην, να γύρωτην πατρίδα μου και να δώσ' εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους, 280 με την σειρά του καθενός· και θάνατος θα μ' εύρη έξω απ' τα πέλαγα ελαφρός, και θα με σβύση αγάλι μες τα λαμπρά γεράματα· και ωστόσ' ολόγυρά μου θα 'ναι μακάριος ο λαός· τούτ' όλ', είπε, θα γείνουν».

Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Του Δία και των άλλων αθανάτων ταις θυσίαις, πριν ξεκινήσης, έπρεπε να κάμης, όπως φθάσης, το μαύρο πέλαο σχίζοντας, γλήγορα εις την πατρίδα. ότι δεν θέλ' η μοίρα σου να ιδής τους ποθητούς σου, 475 το σπίτι το περίλαμπρο και την γλυκειά πατρίδα, παρ' αφού πάλιν αναιβής του Αιγύπτου το ποτάμι, 'που 'ναι βιοκαταίβατο, και κάμης εκατόμβαις των αθανάτων, 'πώχουσι των ουρανών τους θόλους• τότε τον δρόμο, 'που ποθείς, αυτοί θα σου χαρίσουν. 480

Την νύκτα εκείνην με το αμυδρόν φως, τω εφάνη ως τις παρακοιμώμενος εις τους βυζαντινούς εκείνους θόλους. Εκεί πλέον διήρχετο τας ώρας του ο Καπετάνιος, αγρυπνών ιδίως όλην την νύκτα της Αναστάσεως, αναγινώσκων την συλλογήν των Προρρήσεων κ' ερμηνεύων εις τον απλοϊκόν κυρ-Μιχάλην τα θαυμαστά, τα οποία θ' αξιωθώσι να ίδωσι μίαν ημέραν οι πιστεύοντες εις τον Άγιον Βασιλέα.

Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για της πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακρυά με τους θόλους των και τα καμπαναρειά των . . — Παράξενο! του είπαν. Έτσι άρρωστο και κοκκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες; — Είν' αλήθεια, είπε τ' άλογο πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγγανοπήγαδο. Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήση τον άνθρωπο που με σκλάβωσεχαρίζοντάς μου τη φαντασία.

Βήμα αντηχούν υπό τους θόλους τούτους, μη όντος ορατού του βαδίζοντος, ήθελεν εκληφθή ως ηχώ υπάρξεως πάλαι εκλιπούσης. Πνοή τυχαία ακουομένη περί τα υγρά ταύτα τείχη ήθελε νομισθή ως ύστατος αποχαιρετισμός ψυχής απελθούσης εις την αιωνιότητα, και μυστικόν παράπονον νεκρού, εις ον είνε λίαν στενή η ορισθείσα αυτώ κατοικία.

Κ' εκεί τους έκαμνε πάλιν τον προεστώτα εκείνον, οπού έψαλλεν εις τα δεξιά, εις τον χορόν της Εκκλησίας, σείων την κεφαλήν του προς τα επάνω, σαν να εφοβέριζε τους θόλους, έχων τας χείρας τους εμπεπηγμένας εις την ζώνην του, ένθεν και ένθεν ως να ήθελε να τραβήξη δύο λάζους συγχρόνως, οξύθυμος ο γέρων εις άκρον, ένα δεξιά και άλλον αριστερά, να τους σφάξη όλους επάνω εις την αλαζονείαν του.