United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν πάλιν περί όλων αυτών γίνη ανάγκη να ομιλήση ο μικρόψυχος εκείνος και οξύθυμος και δικανικός, αυτός πάλιν κάμνει τα αντίστροφα.

Κάπου δέκα ξύλα μικράμεγάλα έρχονταν πίσω και άλλα εφύτρωναν στο θαλασσόφρυδο γύρω κ' εκατέβαιναν με του άνεμου το λάχτισμα είτε με τη δύναμι του ατμού στο ποθητό λιμάνι. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο κανένα δεν ορθοπλώριζεν ακόμη. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς! — Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι για τη ζωή μου; είπεν οξύθυμος στον γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα όλα τα σφάζω εδεπαδά για το τίποτα.

Κ' εκεί τους έκαμνε πάλιν τον προεστώτα εκείνον, οπού έψαλλεν εις τα δεξιά, εις τον χορόν της Εκκλησίας, σείων την κεφαλήν του προς τα επάνω, σαν να εφοβέριζε τους θόλους, έχων τας χείρας τους εμπεπηγμένας εις την ζώνην του, ένθεν και ένθεν ως να ήθελε να τραβήξη δύο λάζους συγχρόνως, οξύθυμος ο γέρων εις άκρον, ένα δεξιά και άλλον αριστερά, να τους σφάξη όλους επάνω εις την αλαζονείαν του.

Τονέ γνώριζε τον κόσμο, και πάλι δεν τονέ γνώριζε· ήξερε τις κακίες του και τις θεάτριζε μ' έξοχη τέχνη, μα με τους ανθρώπους είταν οξύθυμος και συχνά απότομος. Είναι αλήθεια πως τέτοιος είτανε με τους μεγάλους κι όχι με τους μικρούς, κι αυτό μαρτυράει κάμποση μεγαλοφροσύνη κ' ευγένεια. Μα το καθαυτό συφέρο της Εκκλησίας και του Τόπου απαιτούσε κάτι πιώτερη πολιτική κ' ημερωσύνη με τους δυνατούς.

ΕΡΜ. Δεν έχω καιρόν, πορθμεύ• διότι έχω να εκτελέσω μίαν παραγγελίαν του Διός διά την γην• ξέρεις δε πόσον οξύθυμος είνε και φοβούμαι μήπως αν βραδύνω με καταδικάση να μένω παντοτινά κάτω εις το σκότος ή, όπως προ καιρού τον Ήφαιστον, μ' αρπάξη από το πόδι και με πετάξη κάτω, από τον ουρανόν κι' έπειτα θα χωλαίνω και θα γελούν και για μένα οι άλλοι.

Μας διηγήθη δε τότε ο γέρων διάφορα Ελληνικά ανέκδοτα, εξ ων θέλω εκθέσει ενταύθα όσα διετήρησεν η μνήμη μου. Ενώ ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος ευρίσκετο ημέραν τινά εις την αγοράν, νεανίας οξύθυμος και αυθάδης, Άλκανδρος καλούμενος, επιπίπτει κατ' αυτού και διά της βακτηρίας του εξορύττει ένα των οφθαλμών του.

Φρένιασε ο Δημήτρης και πήγε. Όντας οξύθυμος από φυσικό του, κόρωσε μέσα του οργή λυσσάρικη κι αχαλίνωτη. Τίποτις δε ζύγιαζε, τίποτις δεν ήθελε να ζυγιάση μήτε να κρίνη. Λες και μ' ένα παράλογο, θεότρελλό πήδημα ο νους του τον έφερε σε μια και μονάχη κρίση κι απόφαση, την κακή και την άδικη.

Η γραία όμως μητέρα της νευρική και οξύθυμος, ως είνε αι γερόντισσαι, την επίστευσε την κακόβουλον φήμην, και χωρίς να γνωρίζη η κόρη της, ένα βράδυ, νηστική, ζαλισμένη, απεφάσισε να υπάγη εις τον γέροντα τον καπετάν-Μαμμή και να τον ικετεύση να χαλάσουν τα μάγια αλλ' από τον πόνον της ωμίλησε με αυθάδειαν κάπως. — Δεν 'νομάζεις Θεό, καπετάν-Μαμμή; Είπε κλαίουσα η γραία.