Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Κ' εκεί τους έκαμνε πάλιν τον προεστώτα εκείνον, οπού έψαλλεν εις τα δεξιά, εις τον χορόν της Εκκλησίας, σείων την κεφαλήν του προς τα επάνω, σαν να εφοβέριζε τους θόλους, έχων τας χείρας τους εμπεπηγμένας εις την ζώνην του, ένθεν και ένθεν ως να ήθελε να τραβήξη δύο λάζους συγχρόνως, οξύθυμος ο γέρων εις άκρον, ένα δεξιά και άλλον αριστερά, να τους σφάξη όλους επάνω εις την αλαζονείαν του.

Χοντραίς καληόρις μ' κρένεις, βλέπου; Και με τον ένα γρόνθον εφοβέριζε τον μπάρμπ’-Αλέξην, ενώ με τον άλλον εκρατείτο σπασμωδικώς από την κωπαστήν. Ο γηραιός ναυτικός έδωκε τόπον τη οργή. Ηναγκάσθη να προσεγγίση οπίσω εις την ξηράν και να τον αποβιβάση.

Άμα τον έβλεπεν ο Μανώλης, έφευγεν ως αγρίμι και εκραύγαζε κλαίων: — Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω! Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθή εις την παρακειμένην χαράδραν. Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επεχείρει να μεταχειρισθή βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του.

Εφοβέριζε δε ο Δρόμων ότι θα τα πη αυτά και στον πατέρα του παιδιού. ΧΕΛ. Έπρεπε, Δροσί, να τον μπουκώσης τον Δρόμωνα. ΔΡΟΣ. Τον εφιλοδώρησα, αλλά και χωρίς αυτό είνε με το μέρος μου• διότι και αυτόν τον πονεί το δόντι για την Νεβρίδα. ΧΕΛ. Όλα θα παν καλά και να μη ανησυχής.

Είν' ευτυχία σου αυτό! — Θα σ' έσφαζ' ο Τυβάλτης, αν δεν τον εθανάτονες. Και τούτο ευτυχία! — Ο Νόμος σ' εφοβέριζε με θάνατον, αλλ' όμως ημέρωσε προς χάριν σου και μόνον σ' εξορίζει. Και τούτο ευτυχία σου! — Η Τύχη σε χαϊδεύει, και χύνει ‘ς το κεφάλι σου επάνω ευλογίας, και αγαθά^ αλλά εσύ, 'σαν δύστροπη γυναίκα, ενώ η Τύχη σ' αγαπά, εσύ της κάμνεις μούτρα.

Ο Λάμωνας, αφού είπεν αυτά, εσώπασε κ' έχυσε πολλά δάκρυα, Κ' επειδή ο Γνάθωνας αναγριώνονταν κ' εφοβέριζε πως θα τόνε δείρη, ο Διονυσιοφάνης σαστισμένος από όσα άκουσε, επρόσταξε το Γνάθωνα να σωπαίνη αγριοκοιτάζοντάς τονε με ζαρωμένα φρύδια, και ερωτούσε πάλι το Λάμωνα και τον εδιάταζε να λέη την αλήθεια χωρίς να φτιάνη παραμύθια για να τον κρατάη σαν γιο του.

Όταν δε είδε ότι επέρασαν πολλές ημέρες και εγώ δεν έστειλα να τον ζητήσω και ο Καλλίδης ήτον πάλι μέσα, ο Δημόφαντος ήρχισε ν' ανάβη και μια ημέρα που βρήκε ανοικτή την πόρτα εμπήκε και ήτο έξω φρενών• έκλαιε, μ' εκτύπα, εφοβέριζε να σκοτώση, μου έσχισε το φόρεμα και εις το τέλος μου έδωκε ένα τάλαντον και με είχε οκτώ ολόκληρους μήνες μοναχική.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν