United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας είνε, είπε, θα ιδούμε· σήμερα Τρίτη, ως την Κυριακή που θα είνε η εκλογαίς, θα μας φωτίση ο Θεός τι να κάνουμε . . . — Όχι! Όχι! έκραξεν η γυνή γελώσα ακουσίως, αρχίσασα φαίνεται και αυτή να εννοή το κωμικόν της θέσεως. Όχι! Όχι! Και εκτύπησε θορυβωδώς τον δεξιόν γρόνθον επί της παλάμης της αριστεράς. — Όχι ! Να δώσης τώρα το λόγο σου ! Ν' αποφασίσης τι θα κάμης.

Ύψωσε καταπόρφυρος εξ οργής την βαρείαν του χείρα, σφιγμένην εις γρόνθον, κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου και την κατέφερεν επ' αυτής απανθρώπως, γρυλλίζων·Χαρτιά, αι; χαρτοφόρος! . . . από τώρα! Δεν σε φθάνει η άλλη σου προκοπή! Και ανυψώθη η χειρ του, διά να καταπέση και πάλιν επί το θύμα.

Αλλ' εάν εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της πόλεως. Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε: — Θα λησμονήσω. Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού, εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε: — Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω!

Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα εις ρύακα ρητινίτου, — τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει μέρισμα, καθώς λένε τώρατο μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο! — Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των περικαθημένων.

Πολλοί δε από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και παράδοξα δι' αυτόν πράγματα, τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους γονείς των. Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και σωματώδης άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του. Άλλος, ότι έτρωγεν ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να πάθη τίποτε.

Χοντραίς καληόρις μ' κρένεις, βλέπου; Και με τον ένα γρόνθον εφοβέριζε τον μπάρμπ’-Αλέξην, ενώ με τον άλλον εκρατείτο σπασμωδικώς από την κωπαστήν. Ο γηραιός ναυτικός έδωκε τόπον τη οργή. Ηναγκάσθη να προσεγγίση οπίσω εις την ξηράν και να τον αποβιβάση.

Η αποτυχία και η πτώσις του επροκάλεσαν τον γέλωτα όλων ημών, τον οποίον συνεμερίσθη και η αδελφή του. Αλλ' ο Παύλος, εντραπείς διά την αποτυχίαν του, και θυμώσας διά τον γέλωτα, πλησιάζει την Ευφροσύνην εισέτι γελώσαν, και οργίλως καταφέρει κατά του προσώπου της σφοδρόν γρόνθον, όστις και πόνον και αιμορραγίαν τη επροξένησεν.

Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγράψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να έδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον προς την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός μονοκόμματος γρανίτης αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικούντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου.

Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου. — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη. Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.

Και λαβών κάτωθεν της μασχάλης του σακκίδιον πλήρες ταλλήρων, κατήνεγκεν επ' αυτού βαρύν τον γρόνθον του. Η πτωχή Μαριώ έγεινε κάτωχρος. Ησθάνθη διά μιας λυόμενα τα γόνατά της· ήνοιξε το στόμα της να ομιλήση . . . αλλά πού φωνή! Ενόμισεν ότι ο λάρυγξ της είχε καταβή διά μιας εις τα βάθη του στήθους της . . Ευτυχώς δεν ήτο φύσις αβρά, ην ηδύνατο να νικήση επί μακρόν η συγκίνησις.