United States or French Polynesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χοντραίς καληόρις μ' κρένεις, βλέπου; Και με τον ένα γρόνθον εφοβέριζε τον μπάρμπ’-Αλέξην, ενώ με τον άλλον εκρατείτο σπασμωδικώς από την κωπαστήν. Ο γηραιός ναυτικός έδωκε τόπον τη οργή. Ηναγκάσθη να προσεγγίση οπίσω εις την ξηράν και να τον αποβιβάση.

Μα, μάννα· δεν κρένεις καλά, έλεγε ο Ζώης. Δε γλέπεις που δε μας χωρεί τώρα το παλιόσπιτο; Τώρ' αξήσαμαν και θ' αξήσουμε ακόμα με φαμλιά και με δούλους. Πού να ζήσουμ' εδώ μέσααυτό το κοτέτσι όλοι μαζί. Για βάλε με το νου σου πως έχουμε και κάποιο καλό όνομα κι όλας όξω τώρα, και τσότσου παρά 'ςτή σακούλα .... Άσε με να το ρίξω, δεν είνε λόγι' αυτά που λες.

Την στιγμήν εκείνην ήλθεν εις τον ένα των χωροφυλάκων η υπόνοια ότι ο ένοχος θα ηδύνατο ίσως να δραπετεύση διά της καταρρακτής και του ισογείου. Στραφείς εις τον δεύτερον χωροφύλακα του λέγει·Έχε τον νουν σου, συ! Μη μας το στρήψη από κάτ' απ' το καταχυτό, απ' την καταρρήχωσι! . . . Κ' ύστερις πού να τον χαλεύουμε; — Τι κρένεις; είπεν ο δεύτερος, μη εννοήσας αμέσως.

Εσύ σαι ολόγυμνος, μονάτο σκήμα, αμάθιας φτύμα, Τι τόσο υψόνεσαι, παρακαλώ σε, και ερωτώ σε; Για την περίστασι, που πανταράδα απλή μονάδα Σ' αθρώπους τάχατες κι' εσύ μετριέσαι, μη δα καυκέσαι; Αυτό για αμέτρηγα, μηδέ τα χτήνη κανείς αφίνει· Μη φίλε, εφώναξα· του κάκου κρένεις, και αποσταίνεις· Γιατί του γένεσαι διπλή αιτία στην φαντασία. Ας παραπέρνεται στον εαυτό του σα φυσικό του.

Κι' όθε περάση ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ... Το ξέρει. — Πόλεμο θέλω... πόλεμο... Ποιος είσαι συ που κρένεις; — Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε... — Αφωρεσμένος νάσαι Πώχεις ψυχήτη γλώσσα μας, 'ς αυτόν τον Άγιον Τάφο Να βλαστημήσης προδοσαίς... Αφωρεσμένος νάσαι... Κι' ο αντίλαλος εφτά φοραίς από σπηληαίς σε βράχους Από βουνά σε λαγκαδιαίς φαρμάκεψε ταγέρι Μ' εκείνον τον αφορεσμό.

Να εκείν' η γρηά, που την τράβηξ' απ' τα μαλλιά ο γυιός της, μέσ' το σοκάκι! είπεν ο δεύτερος χωροφύλαξ. Είτα προσέθηκε·Δε μ' κρένεις, γερόντισσα, πού είν' ο γυιόκας σου; Η Φραγκογιαννού δεν απήντησε κ' έτρεξε πλησίαν της Αμέρσας. Ήτο επιτηδεία ιάτρισσα, και ήτο ικανή να περιποιηθή την κόρην της.

Τι λέει το τραγούδι; Σου κρένω, δε μου κρένεις. Έτσι να κάμουνε είναι και πιο σωστό. Να μην τους δίνουμε απάντηση τους δασκάλους.

Εκρατείτο σπασμωδικώς από τον πρυμναίον ζυγόν, από τον θριγκόν της πρύμνης. — Βγάλε με! βγάλε με! εκραύγασε. — Τι έπαθες, βρε άνθρωπε, σε καλό σου! — Βγάλε με, όξου, δεν μπορού. Δεν μπορού τη φευγάλα τσ' βάρκας. — Μη φοβάσαι, δεν είνε φουρτούνα. &Μπονάτσα&, κάλμα. — Βγάλε με όξου, σ' λένε. Τι μ' κρένεις αυτού; — Τώρα λιγάκι κ' εφθάσαμε. Κάμε το σταυρό σου. Τράβα μια ρακιά.