United States or Kyrgyzstan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα, μάννα· δεν κρένεις καλά, έλεγε ο Ζώης. Δε γλέπεις που δε μας χωρεί τώρα το παλιόσπιτο; Τώρ' αξήσαμαν και θ' αξήσουμε ακόμα με φαμλιά και με δούλους. Πού να ζήσουμ' εδώ μέσααυτό το κοτέτσι όλοι μαζί. Για βάλε με το νου σου πως έχουμε και κάποιο καλό όνομα κι όλας όξω τώρα, και τσότσου παρά 'ςτή σακούλα .... Άσε με να το ρίξω, δεν είνε λόγι' αυτά που λες.

Δε νοιάζομαι· μηδέ κανείς ας νοιάζεται για 'κείνον που εχθρεύεται ο Διόνυσος, χειρότερα κι αν πάθη, άντρας απ' τη γυναίκα του ή και παιδί απ' τη μάννα· εγώ είμαι θρήσκος και ποθώ να ευχαριστώ τους θρήσκους. Πάντοτ' ο θρήσκος άνθρωπος έχει τιμή απ' το Δία. Του θρήσκου τα παιδιά ευτυχούν, κακοπαθούν του αθρήσκου.

Και τότε ο φτερογλήγορος της απαντά Αχιλέας «Ας είναι... Ας φέρουν ξαγορά και το νεκρό τους δίνω, αν τέτιος είναιαφού το λες — ο ορισμός του Δία140 Σαν έτσι οι διο τους τότε εκεί στα πλοία, γιος και μάννα· λαλούσαν κι' έλεγαν πολλά λογάκια φτερωμένα.

Τι πήγε και τον φώναξε και τούπε αφτά τα λόγια «Έχτορα, τρέχεις τώρα εσύ και κυνηγάς του κάκου 75 τ' άλογα τ' Αχιλέα εδώ· μα αφτά ναν τα δαμάσει θνητός και ζέψει σα βαρύ, αίμα αν δε φτύσει πρώτα, άλλος παρά τον Αχιλιά π' αθάνατη έχει μάννα· μα σύγκαιρα τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, στητός μπροστά στον Πάτροκλο μάς κάρφωσε έναν πρώτο 80 παλικαρά, τον Έφορβο, και τη ζωή του πήρε

Τέλος ο κυρ Δημητράκης είπε: — Θέλεις νάχης την κατάρα μου; — Όχι, αφέντη, είπεν ο νέος. — Σου λέω έδωκα τον λόγο μου. — Κ' εγώ έδωκα την καρδιά μου. — Άκουσε τι σου λέει ο κύριός σου, παιδί μ', Αγάλλο μ', είπεν η Αρετή. — Τον ακούω, μάννα· μα, αν δεν είνε θέλημα Θεού, δεν θα γείνη. — Δεν σου είπα, &ευχαί γονέων στηρίζουσι&.... παιδί μου; επανέλαβε δευτέραν φοράν ο γέρος.

Έλα· πάμε! ξανάειπε ο νιος· έχε γειά, μάννα· έχετε γειά!. . . Έσκυψε και φίλησε το χέρι της γριάς. Έσκυψε κ' η Ζαφείρω λούστηκαν κ' οι δυο στα δάκρυα. — Σύρτε στο καλό ... σύρτε στο καλό ... ευχήθηκε η Μητροκούλενα. Κίνησε το αντρόγυνο στο δρόμο του: μπροστά ο άντρας με τη φλοκάτα στον ώμο και στον άλλο το γκραδάκι του· πίσω η λεβεντονιά σφουγγίζοντας τα δάκρυα.

Τήρα με δα πόσο κι' εγώ σφανταχτερός μεγάλος, πατέρας μ' έσπειρε άρχοντας, θεά 'χω αν θες και μάννα· ωστόσο τύχη ανήμερη με καρτεράει και χάρος. 110 Θα φέξει αβγούλα, ή δειλινή θα τύχει ή μεσημέρι, όταν κι' εμένα τη ζωή στη μάχη θα μου πάρουν ή με κοντάρι ή ρήχνοντας σαΐτα από δοξάρι