United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' ένιωσε εφτύς τ' Ατρέα ο γιος, ο μαχητής Μενέλας, το πώς σκοτώθη ο Πάτροκλος στον πόλεμο απ' τους Τρώες.

Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε• «Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω, αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω εκείνον, οπού περισσήτους ξένους έχει αγάπη, 70 ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναιόλα η τάξι. κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη• πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία. τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον. μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75 τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικώντο σπίτι μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν• δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος, αν γευματίση πριν εβγήαπέραντο ταξείδι. και, αντην Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80 ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι, κ' εγώ σου γίνομαι οδηγόςταις χώραις των ανθρώπων• θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη, και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85

Τότε ο Σατανάς εσυμβούλευσε πάλιν τον Παππά-Βουλέτην, επειδή τον κυρίεψε παντάπασι ο μεγαλύτερος Παππάς, και αυτός με την πρόφαση νανακαινίση τον ναόν εκ βάθρων ασβέστωσε τας Αγίας Εικόνας- -Χριστέ και Παναγιά ! το μέγα Σου Έλεος ! -ξεφώνισε η θεια Ελέγκω περίτρομη, με το στόμα μια πήχη ανοιχτό για τα όσα άκουγε, κι άρχισε τους σταυρούς τώρα γλήγορους κι απανωτούς, εξόν που σε κάθε όνομα Αγίου πούβγαινε απ’ τα χείλια του εκκλησιάρη είχε κάμει κι από έναν αργά-αργά λέγοντας μέσα σ' ένα βαθύν αναστεναγμό: «η χάρη σου !. . .» Απέθανε όμως τον ίδιο χρόνο εις το πυρ το εξώτερον, εξακολούθησε ο εκκλησιάρης, ο Θεός κ' η Παναγία να ελεήσουν την ψυχή του! -και ο μικροανεψιός του, τωρινός Παππά-Βουλέτης χρηματίσαντος μαχητής της Κρήτης και λοχίας, έλαβε την ιερωσύνην και πήρε την εκκλησίαν και θέλησε δια νανιστορήση πάλιν τον ναόν με τας Αγίας Εικόνας.

Διότι εγώ εχάθηκα από την ημέραν που κατελήφθη η Τροία και εφονεύθη ο γενναίος σύζυγός μου, ο οποίος πολλάκις σ' έκαμε να τρέχης από την ξηράν, όπου ήσουν εις τα πλοία ναύτης. Τώρα φαίνεσαι γενναίος μαχητής εναντίον μιας γυναικός και με φονεύεις. Κτύπησέ με, διότι ποτέ δεν θα κολακεύσω σε και την κόρην σου. Αν συ ήσουν μεγάλος εις την Σπάρτην, κ' εγώ όμως ήμουν εις την Τροίαν.

Έτσι έσβυσε η ζωή του, κι' από τη χούφτα αφίνοντος να πέσει χάμου ο πόδας στρώθηκε εκεί τ' απίστομα στον Πάτροκλο από πάνου, 300 μακριά απ' την πλούσια Λάρισσα, και να γεροκομήσει γραφτό δεν τούταν τους γονιούς, μον τούκοψε τα νιάτα ο Αίας, γίγας μαχητής, με το πικρό κοντάρι.

Και καλώς έπραξε ναποφύγη την συνάντησιν των θηρίων, διότι άλλως δεν θα είχαμεν τώρα ένα τόσον θαυμάσιον συγγραφέα, όστις και ως μαχητής έπραξε μεγάλα και ένδοξα εις τον πόλεμον εκείνον• διότι και κινδύνους πολλούς διέτρεξε και επληγώθη παρά την Σούραν, δηλαδή ενώ μετέβαινεν από του Κρανείου εις την Λέρναν . Και ανέγνωσε ταύτα εις επήκοον των Κορινθίων, οίτινες καλώς εγνώριζαν ότι μήτε εις τοιχογραφίαν είχεν ιδεί πόλεμον.

Κατόπι προσεφκήθηκε κι' ο μαχητής Διομήδης «Άκου με τώρα, δέσποινα διόσπαρτη, κι' εμένα. Έλα μαζί μου, θέαινα, σαν που στη Θήβα πήγες 285 με τον πατέρα μου άλλοτες, το θεϊκό Τυδέα, σαν έσυρε των Αχαιών στη Θήβα αποσταλμένος.

Αυτά 'πε• εγλυκογέλασεν ο μαχητής Μενέλαος, εχάιδευσέ τον, έκραξε κατ' όνομα και του 'πε• 610

Είπε, και πρόθυμα άκουσε ο μαχητής Μενέλας, κι' έκραξε κι' η γερή φωνή ακούστη απ' άκρη ως άκρη «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, π' απ' τα κοινά μας θρέφεστε στου βασιλιά Αγαμέμνου και στου Μενέλα, κι' ο καθείς με την εφκή του Δία 250 τιμή και δόξα χαίρεται και το λαό του ορίζει· χώρια εδώ μούναι δύσκολο κάθε άντρα να ξανοίξω μέσα στο πλήθοςτι η φωτιά τόσο λυσσάει της μάχηςμα ας τρέξει μόνος του ο καθείς, και μην καταδεχτείτε να γίνει ο Πάτροκλος σκυλιών στο κάστρο πανηγύρι255

Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη• κ' ήλθεαυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, είν' ώρατην γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».