Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Κάτι πήγε να πη ακόμα, μα ο γιατρός τούγνεψε να σωπάση. — Εσύ να μη μιλάς. Ν' ακούς μονάχα. Ό,τι θέλεις με τα νοήματα να το γυρεύης. — Γιατρέ μου, δεν κυττάς αποδώ και τη γυναίκα; Θα μας μείνη στα χέρια! ξεφώνισε μια γυναικούλα, — Δεν έχουν ανάγκη οι γυναίκες! έκανε ο γιατρός. Να κάνωμε τη δουλειά μας πρώτα. Κ' έσκυψε πάλι απάνω στον χτυπημένο.
Τότε είταν που ξεφώνισε τα γόνατα χτυπώντας, κι' έτσι είπε και βλαστήμησε του Αρτάκου ο γιος ο Άσος «Δία πατέρα, να λοιπόν! κι' εσύ πλασμένος ψέφτης ως στο μεδούλι!
Σαν έτσι αφτόν τον έσερναν. Κι' η μάννα του τραβούσε 405 τ' άσπρα μαλλιά της, πέταξε την πλούσια σκούφια αλάργα, και σαν τρελή ξεφώνισε σαν είδε το παιδί της. Σπάει και στα κλάματα ο πικρός ο γέρος, κι' όλοι γύρω θρηνούσαν, κι' όλο το καστρί βαρύ είταν μοιρολόγι. Έτσι έμοιαζε λες το κακό, σα νάλιωναν οι φλόγες 410 την Τρια τη λεβεντόπυργη απ' την κορφή ως τον κάμπο.
Και γιατί να μην τα κλείση τα μάτια της η κόρη, μόνο ναφήση να τηνέ σύρη το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι . . . Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές . . και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει.. και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους. . . Λιόλια μου!
Τρεμούλα πήρε και τα διο στρατέματα απ' το φόβο· τόσο ξεφώνισε ο θεός που φόνους δε χορταίνει. Πώς σκοτεινή στα σύγνεφα σηκώνεται μαβρίλα σαν πιάνει κακοφύσητος αγέρας με την κάψα, 865 τέτιος κοντά στα σύγνεφα κι' ο Άρης στο Διομήδη φαινότανε όταν στα φαρδιά πετούσε απάνου ουράνια.
Ο Νίκος βαστούσε ένα μεγάλο κλαδί μυγδαλιάς στο χέρι σαν τρόπαιο και στο πρόσωπό του, καθώς κύτταζε μπροστά του κι αψηλά, έπεφτε λίγη λάμψη απ' το θρίαμβο του Παρθενώνος που σιγοπύρωνε με τη θύμηση των φιλιών του ήλιου... Καθώς ανέβαιναν τον τελευταίο ανήφορο πούβγαινε πίσω απ’ το σπίτι τους βλέπουνε να ξεπροβάζη απ’ τη γωνιά της μάντρας τους, η θεια Ελέγκω σε μεγάλες φούριες. . . Άμα τους είδε, ξεφώνισε, σβαρνίζοντας τον κατήφορο : Μπράβο σας ! Έμ δεν είπαμε δα και να νυχτωθούμε ! Τρέχω να προφτάσω τον Κωλοσούρτη δεν μπόρεσα να κάτσω πιο πολύ, γιατί έχω να μουσκέψω κάτι ρούχα και να σηκωθώ δυο ώρες νύχτα : μια πλύση τρικούβερτη ! στης κυρίας Αθανασάκη-την ξέρετε δα, πουν' ο άντρας της στο υπουργείο, πήρε προίκα αυτή πολλή . . καλέ πουχ’νε το σπίτι στη ρούσσικια εκκλησία!-ας ήναι!. . . Μπρέ- μπρέ-μπρέ-μπρέ ! Για μένα τα κουβαλήσατε όλα τούτα!
Κάνε ό,τι μπορείς, Λιόλια, να τη συνεφέρης ! Άσ' τα κλάματα τώρα! αυτά μας έλειπαν. . . Έφθασα. . . Μη φύγης, Κύριε Νίκο ! μη μ' αφήσης μονάχη ! -ξεφώνισε θρηνιάρικα η Λιόλια.
Μα καθώς είδε στα γοργά καράβια πως χοιμούσαν 395 οι Τρώες, και μ' οχλοβουή πως φέβγανε οι Αργίτες, τότε ώχουμου ξεφώνισε, και μ' ανοικτές τις χούφτες τα διο του γόνατα χτυπάει και λέει θρηνολογώντας «Βρύπυλε, εγώ πια δε μπορώ, κιας έχεις τόσο ανάγκη, να μένω εδώ, τι κοίτα να! κακό μεγάλο ανάβει· 400 ο παραγιός σου ας σε νιαστεί. Εγώ στον Αχιλέα θα τρέξω, και στον πόλεμο να βγει θαν του προσπέσω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν