United States or Greenland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και απάντησι ο Πεισίστρατος του δίδει ο Νεστορίδης• 155 «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, εκείνου τούτος είν' υιός τωόντι, καθώς λέγεις• αλλ' είναι φρόνιμος, ευλάβεια τον βαστάει, άμα πρωτώλθεν, άκαιρο λόγο να βγάλη εμπρός σου, ενώ η φωνή σου, ωσάν θεού, μαγεύει την ψυχή μας. 160 κ' εμ' έστειλεν ο Νέστορας Γερήνιος ιππότης να 'λθω με τούτον συνοδός• ότ' ήθελε να σ' ίδη, λόγον ή πράξι ωφέλιμην εσύ να τον διδάξης. πατρός, οπού ξενίτευσε, το τέκνον έχει πόνουςτο σπίτι του, αν δεν είναι να τον βοηθήσουν άλλοι• 165 'σαν τώρα του Τηλέμαχου 'χάθη ο πατέρας, και άλλος, να τον φυλάξη από κακά, 'ς τον τύπον του δεν είναι».

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μου φαίνεσαι και συ ωσάν εκείνον, οπού όταν εμ- βαίνη εις το καπηλειόν, πετά το σπαθί του επάνω εις το τραπέζι και λέγει: «ο Θεός να δώση να μην το χρει- ασθώ». Και άμα σου καταιβάση δύο ποτήρια, το αρ- πάζει και χύνεται επάνω εις τον κάπηλαν, χωρίς τω όντι να χρειάζεται. ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Τέτοιος σου φαίνομαι; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Έλα, έλα.

Ούτω λοιπόν πυκνότριχα έπλασε την κεφαλήν ο ποιήσας αυτήν, μεταχειριζόμενος τας ειρη- μένας αιτίας, φρονών ότι τούτο, αντί της σαρκός, πέριξ του εγκε- Δ. | φάλου έπρεπε να είναι το κάλυμμα αυτού προς ασφάλειάν του ελαφρόν, και κατά τε το θέρος και τον χειμώνα ικανόν να παρέ- χη σκιάν και σκέπην, αλλά μη δυνάμενον να γείνη ουδόλως εμ- πόδιον εις την ορθότητα των αισθήσεων.

Τώρα ήτον κοντά μία η ώρα ! Τις παρεκάλεσε η Βεργινία να παν πια να ησυχάσουν. Έμ όπου και νάναι θαρθούν, είπε η μητέρα των κοριτσιών. Δεν μπορούν και να ξημερωθούν πια έξω απ' το σπίτι! Τo καντήλι έρριχνε ένα μεγάλον κίτρινο λεκέ, στρογγυλό σαν της αράχνας τον ιστό, στο σκοτεινό ταβάνι.

Εν τούτοις τι εβγήκε; Με μίαν άμπελον και μίαν οικίαν πώς να υπανδρεύση δύο θυγατέρας, αίτινες έφθασαν ήδη εις την ηλικίαν του γάμου μετά ταχύτητος μυστηριώδους; — Πώς μεγαλώνουν, παιδί μ', τα κορίτσια, έλεγεν η θειά-Ζωίτσα προς την φίλην της γειτόνισσαν, την Κρατερίτσαν την πιασμένην. Νάνε παλλικάρια, ζαρώνουν. Τα κορίτσια πετιώνται ως επάνω μάνε- μάνε. — Εμ! τι κάθεσαι! τύλιξε την πρώτη.

την Ίλιον ακολούθησεν εκείνος τους Ατρείδαις με τα κυρτά καράβια του· εμ' Αίθωνα ονομάζουν· εγώ νεώτερος, αυτός καλήτερος και πρώτος. τότ' είδα εγώ κ' εξένισα εκεί τον Οδυσσέα· 185 σφοδρός τον έσπρωξ' άνεμοςτην Κρήτη απ' τον Μαλέα προς την Τρωάδ' ως έπλεε·τον Αμνισόν, εις τ' άντρο της Ειλειθυίας άραξε, 'ς τα δύσκολα λιμάνια, και μόλις αυτού ξύφυγεν απ' ταις ανεμοζάλαις.

Τι το θέλανε ; Για να χρειασθή σε μιαν ανάγκη ! ε ; «Να μην ήμουν κ' εγώ και να πάθαινες τη λιγοθυμιά ολομόναχη ! Κύριε σώσε ! Έχω μιαν ιδέα πως πάει να ιδή το κομιτάτο !» Η Βεργινία της έκαμε «ναι» με το κεφάλι. Ορίστε μας! Έμ τότες δε καθότανε σπιτάκι της μια και καλή.

Και απάντησε ο πολύγνωμοςεκείνην Οδυσσέας• 240 «Είναι, ω βασίλισσα, βαρύ να είπω ένα προς ένα τα πάθη μου, επειδή πολλά οι αθάνατοι μου δώσαν• τούτο εγώ μόνον θα σου ειπώ, 'που μ' ερωτάς να μάθης. κάποιο νησίτα πέλαγα μακράν είν', η Ωγυγία, όπου η δολία Καλυψώ, του Άτλαντα θυγατέρα, 245 καλόκομη, δεινή θεά, την κατοικία της έχει, και ούτε θεός ούτ' άνθρωπος συγκοινωνεί μ' εκείνην. αλλ' ο θεός εμ' έφερε τον άθλιοτην γωνιά της πάντερμον, ότι το γοργό καράβι μου 'χε ο Δίας με τον λευκό του κεραυνό σχίσειτο μαύρο κύμα. 250 και οι σύντροφοι μου εχάθηκαν, κ' έπιασα την καρίνα αγκαλιαστά, και μ' έδερνεν η θάλασσ' εννηά 'μέραις• και ότ' ήλθε η δέκατη νυκτιά, οι αθάνατοι μ' εφέραντης Ώγυγίας το νησί, αυτού, 'που κατοικάει η Καλυψώ καλόκομη, δεινή θεά, κ' εκείνη 255 μ' εδέχθη και μ' εξένιζε, μ' έτρεφε κ' είχε γνώμη αθάνατον και αγέραστον εμέ να καταστήση• αλλά ποτέ δεν έπειθετα στήθη την ψυχή μου. κ' έμεινε αυτού χρόνους επτά, κ' έβρεχα εγώ με δάκρυα τα άφθαρτα φορέματα, 'που μου 'χε δώσει εκείνη. 260 αλλ' ότε ο χρόνος όκτατοςτον κύκλο του μ' ευρήκε, τότε μ' επαρακίνησε να υπάγω εις την πατρίδα• η προσταγή 'ταν του Διός ή μόνη άλλαξε γνώμη. μέσα εις πολύδεσμη πλωτή με προβοδά και βάζει άρτον, κρασί, και μ' άφθαρτα φορέματα μ' ενδύνει, 265 κ' έστειλε πρύμον άβλαβον οπού χλιός εφύσα. ημέραις έπλεα δεκαεπτά σχίζοντας τα πελάγη, και την δεκάτην όκτατη φανήκαν τα ισκιωμένα της γης σας όρη• εχάρηκετα στήθη μου η καρδία του δύστυχου, και συμφορά μ' εκαρτερούσε ακόμη 270 μεγάλη, οπού μου εκίνησεν ο σείστης Ποσειδώνας, κ' έσπρωξε ανέμους κατά με και μου 'κλεισε τον δρόμο, αγριεύοντας την θάλασσαν, ουδ' άφινε το κύμα εμέ, 'που συχνοστέναζα, μες την πλωτή να μένω• και η τρικυμιά την σκόρπισε• και τότε κολυμπώντας 275 έσχισ' αυτήν την άβυσσον, ως 'που σιμάτην γην σας εμ' έφερε της θάλασσας η ορμή και των ανέμων. και αν εις την γη τότ' έβγαινα το κύμα θα μ' ενίκα, εις τραναίς πέτραις σπώντας με και εις άτερπνο ακρογιάλι. αλλ' αποσύρθηκ' απ' την γη και κολυμπώντας ήλθα 280τον ποταμό, 'που κάλλιστος αυτού μου εφάνη ο τόπος, χωρίς πέτραις και απάνεμος•του ποταμού την άκρη έπεσα ψυχοπιάνοντας, κ' ήλθεν η νύκτα η θεία. και απ' το ουρανοκαταίβατο ποτάμι πέρα εβγήκα και κάτω από χαμόδενδρατα φύλλα στοιβασμένα 285 πλάγιασα, και ατελεύτητον θεός μου εχάρισ' ύπνο• αυτούτα φύλλα με καρδιάν θλιμμένην εκοιμώμουν ολονυκτής και την αυγήν, ως την μισήν ημέρα• και ο ήλιος όταν έκλινε, μ' άφησ' ο γλυκός ύπνος, κ' ένοιωσα ταις θεράπαιναις της κόρης σου, 'που επαίζαν 290την όχθη• και ώμοιαζε θεάτην μέση τους εκείνη•αυτήν επρόσπεσα, και αυτή με νουν ορθόν και γνώσι εφέρθηκεν, ανέλπιστατην νέαν ηλικία• και ηξεύρουμ' ότι αστόχαστοι συνήθως είναι οι νέοι. και μου 'δωσ' άρτον και λαμπρό κρασί και εις το ποτάμι 295 μ' έλουσε, και τα ενδύματά μου έδωσε τούτ' ακόμη. ιδού μ' όλον τον πόνο μου σου 'πα όλην την αλήθεια».