United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κι' αντικρύ οι Αργίτες όλοι τους μια μ' απόφαση μπροστά στο σκοτωμένο είταν στημένοι ολόφραχτοι με τα χαλκένια ασπίδια. 268 Και πρώτοι οι Τρώες άμπωξαν τους άκουρους Αργίτες 274 π' αφίσαν το νεκρό εκειπά και πόδισαν, μα οι Τρώες 275 κανέναν τους δε σκότωσαν κιας είχαν τόσο πάθος, παρά τραβούσαν το νεκρό.

Κι' εσύ μην παίρνεις, άκου με, κι' ας δύνεσαι, την κόρη, 275 μον άσ' την μιας και δόθηκε στον Αχιλιά απ' τα' ασκέρι· πάλε όμως με το βασιλιά κι' εσύ να λογοφέρνεις μη θέλεις του Πηλιά γιε, κι' ενάντια να παγαίνεις. Ίσοι δεν είμαστε όλοι μας του βασιλιά που ο Δίας τον δόξασε και κυβερνάει βαστώντας το ραβδί του.

Δεν έχει φέβγω πια να πεις, τι η Αθηνά η Παλλάδα 270 θα σε ξεκάνει τώρα εδώ με τ' άσπλαχνό μου χέρι, κι' ως στο στερνό μια κοπανιά τα πάθια των συντρόφων θα σ' τα ξοφλήσω πούσφαζες βαρώντας τους με λύσσαΕίπε, και σιώντας τίναξε το χαλκωμένο φράξο· μα τόδε ομπρός ο Έχτορας κι' απόφυγε το χτύπο, τι έσκυψε πριν, και τρέχα αφτό του σφύριξε από πάνου 275 και πέρα μπήχτηκε στη γης.

Σκεπαίνουν τα κεφάλια τους με περικεφαλαίαις 275 Από τα καρυδότζεφλα, και δυναταίς κ' ωραίαις. Κιαπέ με τέτια αρματωσιά, με πάτημα αντριομένο, Κινάν τη μάχη πνέοντας μ' αστήθη εγκαρδιομένο· Κοντά στη λίμνη σταματάν, και εκεί στρατοπεδεύουν· Και τον οχτρόν αντίκρια τους να ιδούν ογληγορεύουν. 280

Κι' όπως σα βλέπει σύγνεφο βοσκός ψηλά οχ τη ράχη 275 π' ογρό με φύσημα νοτιά στο πέλαγο αρμενίζει, και λες σαν πίσσα μελανό του φαίνεται απ' αλάργα καθώς πλακώνει οχ το γιαλό σιφουνογκαστρωμένο, κι' ανήσυχος μες στη σπηλιά τα θρέμματά του μπάζει· έτσι των θεογέννητων αντρών πυκνοί κι' οι λόχοι 280 κινούσαν με τους Αίιδες στον πόλεμο να πάνε, θολοί, από πλήθος άρματα κι' ασπίδες δασωμένοι.

Αφτός το χάρισε του Μόλου θυμητάρι, και πάλε αφτός ναν το φοράει το χάρισε του γιου του. 270 Τότε ο Δυσσιάς το φόρεσε και τούρθε στο κεφάλι. Έτσι λοιπόν σαν έβαλαν τα φοβερά άρματά τους, κινούνε, κι' άφηκαν εκεί των προεστών το πλήθος. Κι' απάς στο δρόμο η Αθηνά τους έστειλε μια λάκρα δεξά· μα το καλό πουλί μες στο βαθύ σκοτάδι 275 δεν τόδαν, μόνε λάλησε κι' ακούστηκε η φωνή του.

Αυτά 'πεν ο Αντίνοος, και αδιαφορούσ' εκείνος. 275 και από την πόλιτο πυκνό του μακροβόλου Φοίβου δάσος έφερναν κήρυκες την θείαν εκατόμβη, 'ς των κομοφόρων Αχαιών τα συναγμένα πλήθη.

Κι' έσκουξε τότες κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 275 «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, έλα βοηθάτε τώρα εσείς μην πάθουν τα γοργά μας καράβια, τι ο βαθύγνωμος του Κρόνου γιος εμένα δε μ' άφηκε τους σκυλοχτρούς ναν τους χτυπώ όλη μέραΕίπε, και βάραε ο αμαξάς τα καλοτρίχωτα άτια 280 κατά τα πλοία· και τα ζα με προθυμιά πετούσαν.

Σ' όσα πάσχουν εναντία, Η νορά τους είναι αιτία, Η νορά τα προξενεί. Βάρος, μπόδιο, κι' ασκημάδα, 265 Κι' όσα άλλα η φιληνάδα Να εφεύρη είν' αρκετή, Τ' αριθμάει δημηγορόντας, Και θερμά κατηγορόντας Τη νορά για περιττή· 270 Κι' ακλουθόντας ως το τέλος Να κακολογάη το μέλος, Με απόφασις φωνή Να κοπή για δίκο κρίνει, Συμβουλή και γνώμη δίνει 275 Προς ωφέλειαν κοινή.

Και απ' το καράβι ανέβηκα κ' από το περιγιάλι. και ότ' έφθασα διαβαίνοντας την ιερή λαγκάδα, 275 σιμάτης πολυβότανης Κίρκης το μέγα δώμα, τότε ο χρυσόρραβδος Ερμής, 'ς το δώμα ενώ κινούσα, εμπρός μου εφάνη ως άγουρος 'π' σκροφυτρόνει τρίχαις, κ' είναι ο καιρός 'που' φαίνεται της νειότης όλ' η χάρι• ήλθε, το χέρι μώσφιξεν, ωνόμασέ με κ' είπε• 280 «πάλιν, ω δύστυχε, πού παςτα όρη μέσα μόνος, του τόπου ανήξερος; κ' εδώτης Κίρκης τους κρυψιώναις τους στερεούς οι φίλοι σου 'σαν χοίρ' είναι κλεισμένοι• και αυτούς να λύσης συ θα πας κει μέσα• αλλά πιστεύω δεν θα γυρίσης, αλλ' αυτού θα μείνης 'που 'ναι οι άλλοι. 285 αλλ' από τέτοιον όλεθρον εγώ θα σε λυτρώσω• έμπα με τούτο το καλό βοτάνι, οπού σου δίδω, της Κίρκης μες τα δώματα, και αυτό θα σε φυλάξη. και όλα τα ολέθρια θα σου ειπώ σοφίσματα της Κίρκης• μίγμα θα φθειάση και εις αυτό βοτάνια θα σου ρίξη• 290 αλλά τα μάγια της εσέ να πιάσουν δεν θ' αφήση το βότανό μου το καλό• και μάθε τ' άλλ' ακόμη• άμ' έλθ' η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε κτυπήση, απ' το πλευρό σου σύρ' ευθύς τ' ακονητό σπαθί σου, 'ς την Κίρκη ρίξου ως άνθρωπος, 'που αίμα ορμά να χύση• 295 θα φοβηθή, και θα σου ειπή να κοιμηθής μαζή της• πρόσεχε τότε, της θεάς μην αρνηθής την κλίνη, τους φίλους σου όπως λύση αυτή και σε καλοξενίση• αλλά να ομόση ζήτησε θεών των μέγαν όρκο, ότι άλλο ενάντια σου κακό δεν θα σκεφθή κανένα, 300 μήπως ανδρειά και δύναμιν, ως γυμνωθής, σου πάρη».