United States or Mauritania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πόσο τάραξε, σκεφθήτε, την καρδιά μου αυτός ο λόγος! Ε, λοιπόν και μ' όλ' αυτό, τον θυμό μου τον κρατώ, και του λέω: τότε ειπέ μας τα σοφά που έχουν γράψει και οι νέοι ποιηταί μας. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Δίκαια λοιπόν δεν ήταν, αφού τράβηξες βρισίδι στο σοφώτατο Ευριπίδη; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ποιον σοφώτατον; εκείνον; αχ! μωρέ τι να σου ειπώ... που θα ξαναφάω ξύλο. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα και δίκηα σε χτυπώ.

Κι' έσκουξε τότες κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 275 «Αδρέφια, πρώτοι οπλαρχηγοί των Αχαιών κι' αρχόντοι, έλα βοηθάτε τώρα εσείς μην πάθουν τα γοργά μας καράβια, τι ο βαθύγνωμος του Κρόνου γιος εμένα δε μ' άφηκε τους σκυλοχτρούς ναν τους χτυπώ όλη μέραΕίπε, και βάραε ο αμαξάς τα καλοτρίχωτα άτια 280 κατά τα πλοία· και τα ζα με προθυμιά πετούσαν.

Και είνε αδελφός μου. Ύστερα εγώ τι θα πω; Βλέπω ότι του κάκου σπάνω το κεφάλι μου. Όσο συλλογίζομαι, τόσο χειρότερο το βρίσκω. Κύτταξε πόσον είμαι πίσω από τον άλλον κόσμο! Δεν ξέρω τι μου γίνεται. Να είξευρα πως δεν ειμπορούσα να βγάλω μίαν ιδέαν, δεν θα έκαμνα τόσον κόπον να συλλογίζωμαι, και να χτυπώ το κεφάλι μου τόσαις ώραις. Τι να γένη, το κεφάλι δεν αλλάζει.

Όταν εκεί που εσμίγανε οι τρεις οι δρόμοι ο βασιλεύς εσίμωσε, τότ’ ένας κήρυξ κ’ ένας που εκαβαλίκευε σ’ένα πουλάρι, ως λέγεις, μ’ απαντήσανε. Κι από τον δρόμον με βίαν εγυρεύανε να μ’ αποδιώξουν κι ο ηγεμών κι ο γέροντας. Χτυπώ εγώ τότε τον ηνίοχον, όπου ζήταε να μ’ αποδιώξη° καθώς με βλέπει ο γέροντας να πλησιάζω το άρμα, παραφυλάγοντας με το μαστίγι, στην κεφαλήν ανάμεσα κτυπά με.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βρε νυχτοκλέφτη! πατραλοία! σιχαμένε! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Πες ακόμα, πες τα ίδια, λέγε κι' άλλα• μα δεν νοιώθεις πως για μένα τα βρισίδια έχουν χάρι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ξεκωλιάρη! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα τον Δία! και θα ειπώ ότι δίκηα σε χτυπώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Βρε σιχαμερέ! πώς δίκηα τον πατέρα σου χτυπάς; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συ γι' αυτό να με νικήσης; ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Είνε εύκολο• από τους δυό τους λόγους διάλεξ' ένα.

Τα κύματά της δεν αφρίζουν, και θλίψη παντοτεινή φωλιάζει μέσα στον ίσκιο που τη γεμίζει. Ποτές ο ήλιος δε θα την παρηγορήση. Παρηγοριά δεν έχει η ζωή μου, μα ο πόνος δε με τρελλαίνει, δε χτυπώ τα στήθια μου, δε φωνάζω. Μια στιγμή, ένα δέφτερο της στιγμής, νόμισα και γω πως θα χάσω τα λογικά μου· δεν είμουν όμως ποτέ σαν το καμίνι εκείνο· είμουν πάντοτες σαν τη λίμνη.