United States or Brazil ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μήλο πήρε η Αφροδίτη βραβείο της ομορφιάς της· τούτο κ' εγώ για βραβείο σου δίνω· έχετε κ' οι δυο τούς ίδιους κριτάδες σας· εκείνος ήτανε βοσκός· εγώ γιδάρης. Αφού είπεν αυτά το βάνει στο κόρφο της· κ' εκείνη, όταν εσίμωσε, τον εγλυκοφίλησε. Κ' έτσι ο Δάφνης δε μετάνοιωσε που αποκότησε ν' ανέβη τόσο ψηλά, επειδή επήρε φιλί καλύτερο κι από το χρυσό μήλο.

Αυτά 'πε• τότ' εγύρισετο πλήθος των μνηστήρων, όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590 κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι, του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου• ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου, τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595 ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη. αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».

Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, 'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρατου Κλυτίου• κήρυκα στείλαν έπειτατο δώρα του Οδυσσέα, το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, ότ' είναι ο υιός τηςτον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 καιτο παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, ο κήρυκας, ανάμεσαταις δούλαις είπεν• «ήλθε, βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.

Και η καλόθρον' ήλθ' Ηώ κ' έγειρε από την κλίνη την λαμπροφόρο Ναυσικά, 'που 'ς τ' όνειρο απορούσε• και των γονέων να το ειπή, του αγαπητού πατρός της 50 και της μητρός, κίνησ' ευθύς, και μέσα εκείνους ηύρε. με ταις θεράπαιναις αυτή καθόνταντην γωνία, μαλλί γαλάζιο κλώθοντας• απάντησεν εκείνον, προς τους ενδόξους βασιλείς ως ήταν κινημένος για την βουλή, 'πού οι θαυμαστοί Φαίακες τον καλούσαν. 55τον ποθητόν πατέρα της εσίμωσε και του 'πε•

Όταν εκεί που εσμίγανε οι τρεις οι δρόμοι ο βασιλεύς εσίμωσε, τότ’ ένας κήρυξ κ’ ένας που εκαβαλίκευε σ’ένα πουλάρι, ως λέγεις, μ’ απαντήσανε. Κι από τον δρόμον με βίαν εγυρεύανε να μ’ αποδιώξουν κι ο ηγεμών κι ο γέροντας. Χτυπώ εγώ τότε τον ηνίοχον, όπου ζήταε να μ’ αποδιώξη° καθώς με βλέπει ο γέροντας να πλησιάζω το άρμα, παραφυλάγοντας με το μαστίγι, στην κεφαλήν ανάμεσα κτυπά με.

Κατέχω κεγώ; είπε ξύων τον κρόταφόν του ο Παπαδοσήφης. — Άκουσ' αυτό που σου λέω εγώ, σύντεκνε! Το τέλος τση Τουρκιάς εσίμωσε και να μου το θυμάσαι. — Να δώση ο Θεός! Μα κατέχω κεγώ; Και στα 41 τώχαμε για σίγουρο. Ας είνε.

Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. κ' έφθασαντον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 «Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσηςτην πατρίδα. και απ' όσ' έχωτο σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην διαβάτηςτην επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».

Ως τόσον εφημίσθη εις όλην την πολιτείαν, ότι μετά τον θάνατον του ιατρού μέλλει να ακολουθήση ένα θαύμα ανήκουστον· όθεν την ερχομένην ημέραν εσυνάχθησαν όλοι οι άρχοντες του παλατίου και πολύ πλήθος λαού διά να ιδούν το αποβησόμενον· και ιδού έρχεται ο ιατρός με το βιβλίον εις τας χείρας και εσίμωσε έως εις τον θρόνον του βασιλέως· και εζήτησε να του φέρουν ένα δίσκον, εις τον οποίον άπλωσε το μανδήλι με το οποίον εκρατούσε το βιβλίον τυλιγμένον, και απλώνοντας το βιβλίον εις τας χείρας του βασιλέως του λέγει· ευθύς οπού κοπή η κεφαλή μου, να την θέσουν επάνω εις τούτο το μανδήλι εις τον δίσκον, και θέλει σταματήσει ευθύς το αίμα, και ύστερα θέλεις ανοίξει το βιβλίον, και το κεφάλι θέλει αποκριθή εις όλα τα ερωτήματά σου.