United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Λάσκαρης, φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του έθνους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά που θα γυρίση πάλι μιαν ημέρα θεριεμένος εκδικητής· Και ο καταχτητής, Φράγκοι και Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ πουλάρι που τσαλαπατεί αναίσθητο με τα πέταλά του τ' αβρά λούλουδα, χύνονται απάνω της βίας και αδικίας και φόνου αχόρταγοι.

Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το πρώτο το βαρβάτο Νάχη γερτάνι από φλουρί και κέρατα απ' ασήμι, Να τ' ακλουθάν τα πρόβατα, να τ' ακλουθάν τα γίδια, Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνης. Εσένα πρέπει, αφέντη μου, για να καβαλικεύης Τ' ασέλλινο, προσέλλινο, το κάλλιο το πουλάρι.

Μια Φοράδα ηληκιομένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα 395 Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της. Ν' αναθρέφη τα παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι 400 Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Τότε είπε κάτου απ' το ζυγό το παρδαλό πουλάρι, ο Ξανθόςκι' έσκυψε πικρά την κεφαλή, κι' η χαίτη 405 ξεχύθηκε όλη απ' το ζυγό κοντά στα πόδια χάμουτι τούδωκε φωνή η θεά η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Ναί, θα σε σώσουμεθα δεις, θεόμορφε Αχιλέακαι τώρα ακόμα, μα η αβγή πλακώνει πια η στερνή σου.

Διά τον πρίγκιπ' Αμλέτον τούτο σκέψου μόνον, ότ' είναι νειό πουλάρι και ημπορεί να τρέχη ασπέδιστος εκεί, 'πού εις σε δεν συγχωρείται. 'Σ ολίγα λόγια μη πιστεύης, Οφηλία, 'ς τους όρκους οπού κάμνει αυτός· είναι μεσίταις άλλης βαφής παρ' ό,τι δείχν' η φορεσιά τους, κήρυκες ταπεινοί διά τέλη εντροπιασμένα, και δείχνουν άγιοι κ' ευσεβείς προξενολόγοι, διά να πλανέσουν τους αθώους.

Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά καθάρια, Μια Φοράδα ηληκιωμένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της Ν' αναθρέφη το παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Όταν εκεί που εσμίγανε οι τρεις οι δρόμοι ο βασιλεύς εσίμωσε, τότ’ ένας κήρυξ κ’ ένας που εκαβαλίκευε σ’ένα πουλάρι, ως λέγεις, μ’ απαντήσανε. Κι από τον δρόμον με βίαν εγυρεύανε να μ’ αποδιώξουν κι ο ηγεμών κι ο γέροντας. Χτυπώ εγώ τότε τον ηνίοχον, όπου ζήταε να μ’ αποδιώξη° καθώς με βλέπει ο γέροντας να πλησιάζω το άρμα, παραφυλάγοντας με το μαστίγι, στην κεφαλήν ανάμεσα κτυπά με.

ΑΜΛΕΤΟΣ Ή κανενός αυλικού, οπού εσυνηθούσε να λέγη· «Καλή σας ημέρα, γλυκέ μου Κύριε! Πώς είσθε, αγαθέ μου Κύ- ριεΤούτος ενδέχεται να ήταν ο Κύριος Δείνα, οπού επαινούσε τα πουλάρι του Κυρίου Δείνα, ενώ είχε σκοπόν να το ζητήση· δεν ενδέχεται; ΟΡΑΤΙΟΣ Μάλιστα, Κύριέ μου.