United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα παιδιά της γειτονιάς είχαν μαζευτή ολόγυρα. Οι γειτόνισσες βγήκαν στις πόρτες και στα παράθυρα. Μεγάλο σούσουρο γινότανε. Η γρηά ξεφώνιζε σαν τρελλή. Η Ουρανίτσα ήτανε σαν το φλουρί, τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Να σου και φάνηκε από το καντούνι ο Καπετάν Λαλεχός. Σαν τον είδε η γρηά άρχισε τα κλάματα, ταναφυλλητά. — Τι τρέχει; Τι γίνεται εδώ πέρα; Τι είνε τούτο το κακό;

Έτσι είπε του Πηλέα ο γιος, και πάει και του απιθώνει στα χέρια το φλουρί, κι' αφτός χαρούμενος το πήρε. Κατόπι βάζει μια χοντρή ατογιομάτη σφαίρα, 826 που πριν την έρηχνε ο Αητιός, αφέντης αντριωμένος· μα σαν τον έσφαξε ο γοργός γιος του Πηλιά, την πήρε κι' εκεί την έφερε έπειτα με τ' άλλο πράμα αντάμα.

Πώχουμε χούφταις το φλουρί και φόρτωμα τ' ασήμι; — Το βιο σας να το χαίρεστε, κ' η κόρ' είνε δική μου. — Άιντε, γυναίκα ανάποδη και όχεντρα οργισμένη, Σου την γυρεύω με καλό, με το κακό την παίρνω! . . . .................................. Πήγε 'ςτήν πρωτομάγισσα, που εμόνιαζε 'ςτό λόγγο, Της μολογάει του Μήτρου της το πόνο, την αγάπη. Της τάζει χίλια δυο φλουριά και της γυρεύει μάγια.

Τι ένα διο χρόνια πιότερα έχει από μένα ο Αίας, μα αφτός εκεί είναι από γενιά κι' αθρώπους περασμένους, 790 κόκκαλο μια φορά γερό π' αδύνατο κανείς μας στα πόδια ναν του παραβγεί... εξόν ο ΑχιλέαςΕίπε, και του Πηλιά το γιο να μεγαλύνει ζήταε. Γύρισε τότες ο γοργός κι' απάντησε Αχιλέας «Αδρέφι, ο λόγος σου ο καλός δε θα σου πάει του κάκου, 795 παρά κι' ακόμα εγώ μισό φλουρί θα σου χαρίσω

Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το πρώτο το βαρβάτο Νάχη γερτάνι από φλουρί και κέρατα απ' ασήμι, Να τ' ακλουθάν τα πρόβατα, να τ' ακλουθάν τα γίδια, Να τα σουράς να χαίρεσαι και να τα καμαρώνης. Εσένα πρέπει, αφέντη μου, για να καβαλικεύης Τ' ασέλλινο, προσέλλινο, το κάλλιο το πουλάρι.

Και ηρίθμει: — Μια για το σπίτι με το φλουρί, μια για να την φωτίση ο παπάς τα Φώτα, μια για την κουμπάρα μ', μια για τον δάσκαλο. — Θέλ' κι' ου δάσκαλος βασ'λόπ'τα! Εμουρμούρισεν η Μιλάχρω. — Τι να τήνε κάμω τώρα! Εγόγγυζεν η ξένη γυνή, θεωρούσα την καείσαν βασιλόπητταν κατάμαυρην ως μουντζουρωμένην. — Είνε τώρα για κόσμο αυτή; — Μέρα που είνε, γίνονται και λάθη!

Κοίταξέ το, που και καλά να ξεκινήση γυρεύει. Στεφ. Σου δίνω ένα φλουρί, σου δίνω κατόπι και την ευκή μου, Κεριάκο. Κερ. Ας είσαι καλά για το φλουρί, αφεντικό, μα η ευκή από πού κι ως πού; Στεφ. Είταν παπάς ο πατέρας μου, Κεριάκο· γιατί τάχατες να μην παπαδέψω και γω; Κερ. Είταν παπάς, και καλός παπάς ο μακαρίτης, αφεντικό.

Μια βραδιά, — είταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς του εικοσιτέσσαρα, — να σου και φανερώνεται μπροστά τους σα νεκρός σηκωμένος από τον τάφο. Κεφάλι δεμένο, τόνα του χέρι ακκουμπησμένο σε θελειά κρεμασμένη από το λαιμό του, κι όψη, φλουρί! Τον είχε φερμένο Μοσκοννησιώτικο πέραμα. Τονε βρήκανε σε κάποια έρμη ακρογιαλιά της Ανατολής μισαπεθαμμένο.

Πάρε αυτό το φλουρί, για να τρέξουνε γρήγορα ως το τέλος. Και κοίταξε να μην αργοπορήστε μες στη χώρα. Ίσια στο καραβάνι, κι από μέρος που να μη φαίνουνται λείψανα. Κερ. Έννοια σου, αφεντικό, μη φοβάσαι. Κράλης. Έχε γεια, Κωσταντή μου. Κωστ. Στο καλό, αδερφέ, κι ο Θεός μαζί σου. Αρετ. Κωσταντή μου, αχ Κωσταντή μου! Φεύγω και σας αφίνω! Κωστ.