Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Τότες τους είπε ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Διομήδη, θρέμμα του Τυδιά, μυριάκριβό μου αδρέφι σύντροφο αν θέλεις, διάλεξεπάρε όπιον θες ατός σου235 τον πιο άξιο απ' όσους πρόβαλαν, τι αποθυμούν πολλοί τους. Μα εσύ, από σέβας τάχατες, τον πιο καλό μη θέλεις ν' αφίσεις, και χειρότερο διαλέξεις, μήτε τήρα φύτρα ή γενιά κι' αν είναι τος πιο βασιλιάς μεγάλος

Ίσως όμως, θα μου πήτε, οι διαδόχοι του πήραν άλλο δρόμο; Ποιοι τάχατες απ' αφτούς; Ο Ιουστινιανός; Όχι, βέβαια. Για να μιλή κανείς όπως πρέπει, ανάγκη να τα πη λατινικά, κοίτ.

Μ' όλον που ήμουν εκστατικός διά τα σχήματα, και διά τα δάκρυα εκείνων των ζώων, δεν επαράτησα να στοχασθώ εις την ιδίαν στιγμήν ότι εις αυτό θα ήτο τάχατες κάποιο μυστήριον· μα η επιθυμία εις το να ιδώ εκείνο το υποκείμενον, εθάμπωσε την φρόνησίν μου και με ωδήγησεν εκεί.

Μα με όλον που αυτή η Δειλνοβάτζη ήτον πονηρά και φιλάργυρη, μου λέγει μίαν ημέραν· Μοκβάλ, εσύ λογιάζεις τάχατες πώς διά το παρόν μην έχοντας πλέον να εξοδεύης και να μου κάμης δώρα, θέλω να σε αποδιώξω από το σπήτι μου; όχι, αγαπημένε μου, θέλω και εγώ να σου δειχθώ πόσον είμαι γενναία· σου τάσσω ότι θα μοιράσω με εσένα όλον εκείνο που θέλω λάβει από τους άλλους μου αγαπητικούς, και να σου επιστρέψω όλον εκείνο που εξόδευσες με το διάφορον.

Να πούμε, τάχατες — η Φουλίτσα ροδοκόκκινη και ολοστρόγγυλη, έτεινε τον λαιμόν ως γέρων κύκνοςείπε μαθές, να δέσουμε παντρειές. — Ο κυρ-Δμάκης; Ηρώτησεν η Φουλίτσα περίεργος. — Ναι, μαθές! Ο κυρ-Δμάκης! — Καλός, πολύ καλός ο κυρ-Δμάκης. Σμαδγιακός ο δεκατστής. Πολύ καλός. Πώς, μαθές; Να πούμε και την αλήθεια. Επανελάμβανε ξηροκαταπίνουσα η Φουλίτσα.

Ένα από 'κείνα τα κακά, τ' απύλωτα στόματα, που τίποτα δεν τα κρατεί, που θέλουν να μιλούνε και ας γίνη ό,τι γίνη, είπε της Σμαραγδούλας πως ο Ζώης είπε, τάχατες φανερά, πως δε θέλει να τήνε ξέρη, πως την περιφρονεί και πως αν περνά, περνά μόνο για να την προσβάλη με τον τρόπο του, γιατί αυτό και της πρέπει.

Εσύ σαι ολόγυμνος, μονάτο σκήμα, αμάθιας φτύμα, Τι τόσο υψόνεσαι, παρακαλώ σε, και ερωτώ σε; Για την περίστασι, που πανταράδα απλή μονάδα Σ' αθρώπους τάχατες κι' εσύ μετριέσαι, μη δα καυκέσαι; Αυτό για αμέτρηγα, μηδέ τα χτήνη κανείς αφίνει· Μη φίλε, εφώναξα· του κάκου κρένεις, και αποσταίνεις· Γιατί του γένεσαι διπλή αιτία στην φαντασία. Ας παραπέρνεται στον εαυτό του σα φυσικό του.

Καμώνεται τον άρρωστο, και πηγαίνει στην Εκκλησιά του Αγίου Ιωάννη ως εφτά μίλια απέξω από την Πόλη, τάχατες να λειτουργηθή. Είχε και τους Γότθους καθοδηγεμένους να τον ακολουθήσουνε. Βλέποντας ο Λαός τους Γότθους που ξεκινούσαν, τους πιάνει τρόμος. Στην Πύλη που έβγαιναν οι Γότθοι, στεκότανε κάποια ζητιάνα.

Ο δε βεζύρης λέγει του βασιλέως με σιγαληνήν φωνήν· τι πράγμα τάχατες να είνε τούτο; τι αρμονία είνε τούτη που ακούεται εις τα αφτιά μας, τι παλάτι παρουσιάζεται εις τους οφθαλμούς μας; όλα τούτα χωρίς αμφιβολίαν δεν είνε ποτέ φυσικά· ετούτα είνε μία μαγεία· ήτον καλλίτερον ημείς να είχομεν παραιτήσει αυτήν την πηγήν και τούτο το παλάτι, μήπως και είνε έργον κανενός μάγου, που τα έκαμε διά την βασιλείαν σου.

Κατά αλήθειαν αυτός τίποτε δεν μου έλεγε, μα οι ματιές του οι φλογερές πολλά καλώς εφανέρωναν τον έρωτά του. Μίαν ημέραν αυτός επρόσφερε του βεζύρη ένα μέρος του παλατίου στολισμένον με όλα τα αναγκαία και με δούλους, διά να υπάγη να κατοικήση εκεί, προφασιζόμενος τούτο το μέσον πως τάχατες αγαπούσε να έχη τέτοιον θαυμαστόν ζωγράφον κοντά του.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν