Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουλίου 2025
Πρώτη φορά ήτανε τάχατες που τώκανε; Ποιος να τονέ βαστάξη τρελλόν άνθρωπο; Έβαλε το σκούφο του και λέει της μάννας του: «Αφίνω γεια, μάννα. Στη θάλασσα ξαναγυρίζω. Πάλε γεμιτζής. Παληά μας τέχνη κόσκινο». Κ' έφυγε γελώντας. Πού να βάλη με το νου της κ' η δυστυχισμένη η μάννα του το τι μελετούσε μέσα του...
ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και της Λακωνικές μου αυτές, μα τον Διόνυσο, της έχασα κ' εγώ, Μα μ' έσφιξε το χέσιμο, που λες, και δεν αργώ, κ' έβαλ' αυτό το τσόκαρο, μη χάσω τον καιρό και χέσω μεσ' στο πάπλωμα, που ήταν καθαρό. ΑΝΗΡ Τι να συμβαίνη τάχατες; μήπως καμμιά της φίλη για δείπνο καμμιά πρόσκλησι κρυφά της είχε στείλη; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπορεί κι' αυτό• δεν είν' κακές κι' αυτές η κακομοίρες•
Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το πιστεύσω.
Το πήραν κατάκαρδα μερικοί, και μάλιστα δικοί μας, που σκόρπισε Γότθους μέσα στον τόπο, και τάχατες νόθεψε τη φυλή μας, έξω από τάλλα κακά που προξένησε με το να διόριζε τέτοιους βαρβάρους σε σπουδαία πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα. Σάματις μπορούσε και να τους καταπιή σα δράκος να γλυτώση ο τόπος!
Από τη δεύτερη πάλε γυναίκα του, τη Φάουστα, είχε τον Κωσταντίνο και τον Κώστα. Έχουνε να πουν πως η Φάουστα τονέ μισούσε τον Κρίσπο, σα μητρυιά του που είταν, από αγάπη τω δυο της παιδιών, και πως τάχατες τραβούσε τον αυτοκράτορα από το μέρος της. Άλλοι πάλε υποψιάστηκαν το ενάντιο κ' είπαν πως από την αγάπη που είχε του Κρίσπου τον έψηνε στη ζούλια η Φάουστα τον άντρα της.
Από τους άλλους λοιπόν κανένας δεν τα εγνώρισε· μα κάποιος Μεγακλής, που για τα γερατιά του ήτανε στην άκρη του τραπεζιού, καθώς τα είδε, τα γνώρισε και παραπολύ δυνατά εφώναξε: — Τι είν' αυτά, που βλέπω; τι μου γίνηκες κοριτσάκι μου; τάχατες κ' εσύ ζης; ή τα πήρε αυτά κανένας βοσκός που τα βρήκε κατά τύχη; Παρακαλώ σε, Διονυσιοφάνη, πες μου: από πού έχεις τα σημάδια; Μη ζηλέψης να βρω κ' εγώ την κόρη μου ύστερ' από το Δάφνη.
Δεν ήτανε μεσουρανίς ακόμα το φεγγάρι κ' οι δυο ψαράδες ξύπνησαν απ' της δουλειάς την έννοια· εδιώξανε τον ύπνο τους κι αρχίσαν να 'μιλούνε: — Ψέμματα λένε, σύντροφε, πως τάχατες οι νύχτες το καλοκαίρ' είν' πλιο μικρές που μεγάλων' η 'μέρα· Εγώ είδα τόσα ονείρατα, κι ακόμα που να φέξη!... Μην τύχη κ' εγελάστηκα, για μάκρυναν οι ώρες; — Άδικα 'βρίζεις, γέρο μου, τώμορφο καλοκαίρι.
Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο Γύφτος — Και τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.
Το ίδιο κ' ένα έθνος θα δυναμώση, σαν το θρέψης με τα κόκκαλα τα ιερά της Ιστορίας. Και τι βγαίνει απ' αφτά που λέμε; Βγαίνει τάχατες πως πρέπει να κάνουμε σαν τον Ιουστινιανό, και να βάλουμε στο ράφι την Αθήνα; Ο θεός φυλάξη! Ο αγαπητός μου ο Ν. Γ. Πολίτης έδειξε στον Αγώνα του Λαμπρίδη , πως τόνομα «Έλλην» έχει και στο μεσαιώνα, έχει και στο Βυζάντιο, τα περγαμηνά του.
Δία πατέρα, τάχατες θα μου θυμώσεις, πες μου, τον Άρη αν διώξω μ' άσκημο στυλιάρι όξω απ' τη μάχη;» Τότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε «Ομπρός λοιπόν! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη, 765 π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβει.» Είπε κι' αγρίκησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, και τ' άλογα της βάρεσε. Και πρόθυμα πετούσαν τα ζώα ανάμεσα της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν