United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καθώς εσύ να λείψης, δεν έχω πλιο καρδιά· Κι' αν η καρδιά μου μένη, δεν έχω τα κλειδιά. Εσύ είσαι της ζωής μου το τέλος κι' η αρχή. Γιατί είσαι της καρδιάς μου το αίμα κι' η ψυχή. Και ζιώ στον κόσμο μόνον εσένα ν' αγαπώ, Μον' πόσο! δεν είν' τρόπος ποτέ να το ειπώ.

Και τότε η αφεντιά του Με πάσα ελευτεριά του 920 Χωρίς δουλιάς αντράλα Εμπήκε στα μεγάλα. Τους κάμπους τριγυρίζει, Τη χλόη ροκανίζει Ως θέλει η όρεξί του 925 Χωρίς αντηρησί του. Ξαπλόνεται, γκυλιέται, Κι' αφέντης πλιο λογέται.

Όσο και να δυστυχάη, Όποτε άθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη 895 Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση, Τα δεινά του να ξεχάση. 900 Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκλάβος σέρει το ζυγό του 905 Με τους φόβους του μαζί.

Πολλά, πολλά θα σου ήλεγα, κι' ακόμα να σου γράψω, Φοβούμαι μη σε βάρυνα, και πρέπει πλιο να πάψω. Απόστασε κι' η γνώσι μου, κι' ο νους μου εσκοτίστη· Από το αχ, κι' από το βαχ πάει η καρδιά μου· εσκίστη Αν με πονέσης σπλαχνική, και μου ιδής τη νήλα, Μου στάζεις μπάλσαμο ζωής μες της καρδιάς τα φύλλα. Κι' ανίσως αποφάσισες να ζιώ χωρίς ελπίδα, Εγνώρισα την τύχη μου, τη μοίρα μου την ίδα.

Νάξερες πως κι' η πλιο μικρή Γλυκειά σταλαματιά του Μέσ' 'ς την καρδιά μου αρίφνητα Μου ξανανοιώνει μάγια. Νάξερες, ώμορφο βουνό. Τι πόθους μου ξανάφτει Κ' ένας ανθός σου ταπεινός Με τη μοσχοβολιά του. Νάξερες πως κι' η μυρουδιά Του χόρτου σου, του βάτου, Ονειροβότανου ακριβού Για εμένα μυρουδιά είναι!

Αυτός κι ο Σήφακας ήσαν οι πλιο μεγαλόσωμοι πολεμισταί του 21. Κείχε μια φωνή, που όταν τον ήκουαν οι Τούρκοι να φωνάζη «σταθήτε μπουρμάδεςτους έπιανε τρομάρα. Στη Γεράπετρο ανέβηκε στο μπεντένι με το Ζερβονικόλα, κιάν τους ακολουθούσαν κιάλλοι και δεν εδείλιαζαν, θα 'παίρνανε το φρούριον. Στη μεγάλη μάχη της Κρίτσας εσκότωσε με το χέρι του πέντε Μισυρλίδες.

Είχε καή το χειμώνα η πλιο μεγάλη εκκλησιά του χωριού μας, ο Άι- Νικόλας, και το καλοκαίρι εκείνο την ξανάχτιζαν οι χωριανοί. Πλέρωναν μοναχά τα μεροδούλια των μαστόρων και κουβαλούσαν αυτοί από τα βουνά απάνου κάθε βδομάδα την πλάκα και τα μάρμαρα. Εκεί που τελειώνουν πλέον τα σάδια κι αρχίζει πάλε η μπροστέλλα του βουνού, εκεί ήταν τα μάρμαρα.

Οστόσο το τι γίνηκε, πλιο δεν μπορ' α ξεγένη. Κι ας προσπαθήσομε σ' αυτό πιος διορθωμός να γένη. Έλα αδερφή να κάμομε, σου τάζω για καλό μας, Μια συμφωνία, αν αγαπάς, με διάφορο κοινό μας. 110 Σε τούτο μου το φόρεμα κι' οι διο να τυλιχτούμε, Σύντροφοι πάντα αχώριγοι μαζί να περπατούμε. Τότες οι φρόνιμοι σα ιδούν πως βρίσκομαι με εσένα, Από χατίρι σου θαρρώ δε με μισάν κι' εμένα.

Εδώ το πείσμα κι' ο θυμός, κι' η λύσσα ανακατεύει Τα φοβερά στρατέματα, κι' ο φόνος κυριεύει. Πλιο δεν ψηφάν το θάνατο· διψάν το αίμα ακράτο· 495 Και του οχτρού το χαλασμό επιθυμάν μονάτο. Αυτού χτυπάει ο Πινακάς το φόβιο Πηλοπάτη, Και τον σουβλάει η κονταριά κατάμεσα στο μάτι.

Ύστερα πάλι ακούστηκε πως σε κάποια πολιτεία εσμίξανε, σε μια ταβέρνα, ο Ζώης, ο Μόρφος κ' ένας αξάδερφος τση Δεκοχτούρας, πως ελοοφέρανε για την προσβολή που ήκαμεν ο Ζώης στη Δεκοχτούοα και πώς οι δυο μαζή, ο ξάδερφος και ο Μόρφος, εμαχαιρώσανε το Ζώη άσκημα. Ο Μόρφος δεν είπενε ποτές του τίβοτα· το βέβαιο είνε πως ο Ζώης δεν εφάνηκε πλιο.