Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Τώρα τα βάλανε με κάποιο σκαρτάδο πατριώτη τουςΝικολής τόνομά τουπου δεν παντρευότανε, λέει, αυτός, μην τύχη και νοιώση η γυναίκα του πως φοβάται τα λείψανα και του πάρη, λέει, τον αέρα! Και τράνταζε από τα γέλοια του Φώτη το καπελιό. Ο Δημήτρης ως τόσο από τα κατάβαθα της κώχης του και καθώς παίρνανε δρόμο οι κουβέντες, μερικά πράματα τα παρατήρησε, ή και θάρρεψε πως τα παρατήρησε.

Κι' απ' την ημέρα που φανερώθηκε στο χωριό, περπατούσε πάντα μονάχος και πάντα έρημος στα χωράφια και τις ακροποταμιές. Τα παιδιά μόλις τον ένοιωθαν τον παίρνανε από πίσω. «Αι! Αι! ο τρελλός»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του αδιάφορα και τα παιδιά δεν μπορούσανε να τον φθάσουν. Κι' όταν τον έφθαναν τους έπιανε τέτοιος φόβος, που γύριζαν πίσω.

Αυτός κι ο Σήφακας ήσαν οι πλιο μεγαλόσωμοι πολεμισταί του 21. Κείχε μια φωνή, που όταν τον ήκουαν οι Τούρκοι να φωνάζη «σταθήτε μπουρμάδεςτους έπιανε τρομάρα. Στη Γεράπετρο ανέβηκε στο μπεντένι με το Ζερβονικόλα, κιάν τους ακολουθούσαν κιάλλοι και δεν εδείλιαζαν, θα 'παίρνανε το φρούριον. Στη μεγάλη μάχη της Κρίτσας εσκότωσε με το χέρι του πέντε Μισυρλίδες.

Αυτή ήξερε κάτι βασιλιάδες, που δεν μοιάζανε με τους άλλους τους δικούς μας, βασιλιάδες με πλούσια παράξενα ρούχα, που είχαν τα βασίλειά τους σε χώρες μακρυνές και όμορφες. Ήξερε βασιλοπούλες, που ήσαν κλεισμένες σε κρυσταλλένια παλάτια, μάγισσες με χρυσά δακτυλίδια, που παίρνανε τη ζωή του ανθρώπου, σαν τα φορούσε, και άλλες που είχαν πάλι μαγικές βέργες κι' ανάσταιναν τους πεθαμένους.

Ύστερ’ απ' την κακή βαρυχειμωνιά όλη η πλάση απ' άκρη σ' άκρη, ανθρώποι, δένδρα, λουλούδια, ως και το μικρότερο σπυρί του άμμου στην ακρογιαλιά, παίρνανε το μερτικό τους απ' το πανηγύρι του Ήλιου. Κ' ήτανε τόση η χαρά που ανέβαινε απ' τη γη στον ουρανό, που έμοιαζε σαν βαθειά θλίψη μιας απέραντης ψυχής, που πονούσε για τη ματαιότητά της.

Δεν αστειευόντανε μαζί του, μα εκείνο που τους διηγότανε τους δυνάμωνε στα αίστημα πως είχανε μπροστά τους ένα πλάσμα παράξενα λεπτό και τρυφερό και το παίρνανε στα χέρια τους και τα ανεβάζανε στους βράχους. Κι ο Σβεν δεν άφινε την ευτυχία του να συγχυστή από αυτούς τους μύθους. Είτανε τόσο συνειθισμένος μ' αυτούς, ώστε του φαινότανε πως τον ακολουθούσανε σαν ο ίσκιος τον ήλιο.

Νόμιζα πως άκουγα ακόμα τα λόγια, που ψιθυρίζαμε αναμεταξύ μας στην ησυχία του βραδιού, λόγια για τη ζωή και για το θάνατο, για το θεό και για τα μέλλοντα, λόγια που παίρνανε σοβαρότητα και φλόγα από το πρώτο ερωτικό μεθήσι μας. Θυμήθηκα πως είχε πέσει σε βαθειά θλίψη και σιωπή, ενώ συλλογιζόταν την απάντησή μου.

Δεν λες, θα του παίρνανε τα παιδιά από τα χέρια του το παγκράτσι τα Φώτα, οπού θα φώτιζε! Προσέθηκεν ο μπάρμπα- Γιαννιός, ετοιμάζων το τσιμπουκάκι του. — Να μη του παίρνανε και την παπαδιά του!. Είπε και ο άσωτος εκείνος ναύτης ο Παυλάκης, με το ξεπλυμένον πρόσωπον, ο Συριανός. Τα διάφορα ποτά είχον εξερεθίσει κ' εξάψει τους ναύτας, επίτείναντα την ευθυμίαν των.

Αθώοι και φταίστες παίρνανε το ίδιο σχεδόν μερίδιο τιμωρία.. Τους κύτταξε τώρα με λιγότερη συμπάθεια, απ' ότι τους είχε κυττάξει πριν μισή ώρα αραδιασμένος κι' αυτός στη γραμμή και περιμένοντας την τιμωρία του. Ένας από τη γραμμή τον ρώτησε: — Πόσο στο βαφτίσανε το νήπιο; — Ενός μηνός. — Κράτηση ή φυλάκιση;

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν