United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν διά να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω τέτοιαν επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου και εις την τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός· εγώ είμαι ο προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ καταδικασμένην εις το να απεράσης τες ημέρες της νεότητός σου εις μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη από το προγνωστικόν που σου έκαμαν οι αστρολόγοι, διά το οποίον έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το πνεύμα σου εις ειρήνην διά το γραπτόν σου, το οποίον θέλει μεταστραφή εις δόξαν σου και εις ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις είσαι γυναίκα του Μωάμεθ.

Και τον μεν Ευρυμέδοντα έστειλαν αμέσως εις την Σικελίαν περί τας χειμερινάς τροπάς του ηλίου μετά δέκα πλοίων και εκατόν είκοσι ταλάντων, διά να αναγγείλη εις τον στρατόν ότι επικουρίαι έμελλαν να φθάσουν και ότι ελάμβαναν φροντίδα δι' όλ' αυτά.

Οι δε Αμπρακιώται και οι άλλοι οίτινες έμενον συναθροισμένοι, εννοήσαντες την αναχώρησίν των, ώρμησαν και αυτοί και ήρχισαν να τρέχουν θέλοντες να τους φθάσουν.

Ημείς ευχάριστήσαμεν την μεγάλην γενναιότητα του βασιλέως, και βλέποντας ότι αυτά τα δώρα ήταν αρκετά να μας φθάσουν διά να υπάγωμεν εις άλλον τόπον να σταθούμεν, ανταμωθήκαμεν με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, που εμάθαμεν πως εμίσευε διά το Μπαγδάτι και με αυτό εφθάσαμεν εκεί ευτυχώς.

Και κατ' αρχάς μεν εξήλθον του λιμένος εις στοίχον, και μέχρι της Αιγίνης ημιλλώντο ως προς την ταχύτητα· έπειτα όμως έσπευσαν να φθάσουν εις Κέρκυραν, όπου συνηθροίζετο επίσης και ο επίλοιπος στρατός των συμμάχων. Η δε είδησις της εκστρατείας ταύτης ηγγέλλετο μεν πολλαχόθεν εις τας Συρακούσας, αλλ' επί πολύν χρόνον δεν επιστεύετο τίποτε.

Επειδή το πλοίον δεν παρελάμβανεν υγιείς, οι θέλοντες να φύγουν μετεχειρίζοντο διάφορα τεχνάσματα διά να φθάσουν και να γίνουν δεκτοί εις την «Ένωσιν». Τινές μετέβαινον εις το πλοίον κολυμβώντες, άλλοι δε, συνδέοντες δύο ασκούς πλήρεις ελαίου, προωρισμένου διά τας εν Αθήναις οικογενείας των, επλησίαζον διά της σχεδίας ταύτης εις το πλοίον και εκραύγαζον: — Για το Θεό, πνίγομαι!

Εις τι δύνανται να χρησιμεύσουν αν διψούν και δεν δύνανται να υποφέρουν τον κονιορτόν και ταράσσωνται αν ίδουν αίμα και αποθνήσκουν πριν να φθάσουν εντός βολής και συμπλακούν με τους εχθρούς; Αυτοί δε οι δικοί μας είνε κόκκινοι και χρωματισμένοι υπό του ηλίου και αρρενωποί, με το ήθος θαρραλέον και θερμόν και ανδρικόν.

ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ποιον αγώνα, παιδί μου; ΑΜΛΕΤΟΣ Εγώ την Οφηλίαν αγαπούσα· χιλιάδες αδελφοί σαράντα δεν θα ημπορέσουν, και αν ενώσουν της αγάπης όλο τους τ' άθροισμα, να φθάσουντο δικό μου. Τι θα κάμης δι' αυτήν; ΒΑΣΙΛΕΑΣ Τρελλός είναι, Λαέρτη. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Συγχώρεσέ τον, προς Θεού. ΑΜΛΕΤΟΣ Θα την ιδούμε!

Ήθελον δε οι Συρακούσιοι, να αποπειραθούν και ναυμαχίας· βλέποντες ότι οι Αθηναίοι ολίγα μόνον πλοία είχον παρόντα, και ηξεύροντες ότι τα πλειότερα τα οποία έμελλον να φθάσουν επολιόρκουν την Σφακτηρίαν.

Τοιαύτα συμβουλεύσας ο Βρασίδας ήρχισε την υποχώρησιν. Ιδόντες δε οι βάρβαροι επετέθησαν κατ' αυτού με πολλήν βοήν και θόρυβον νομίζοντες ότι έφευγε και ότι ήρκει να τον φθάσουν διά να τον καταστρέψουν.