United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' επειδή εφθάσαμεν, σεις μεν πηγαίνετε εις το δικαστήριον, ακολουθούντες αυτόν τον ίσιον δρόμον, εγώ δε και ο Χάρων θα επιστρέψωμεν να φέρωμεν άλλους. ΜΕΝ. Καλό ταξείδι, ω Ερμή• ας προχωρήσωμεν δε και ημείς.

Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με αυτήν την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες.

Ήλθε και μας ανέβασε προς τα επάνω, και μας ωδήγησεν εις την Παναγίαν την Κεχριάν. Ο Γούμενος, νεαρός ρασοφόρος, τον οποίον είχε στείλει ο νεοχειροτόνητος Επίσκοπος, είχε κοιμηθή, αφού έκαμε τον εσπερινόν, διαρκέσαντα ως την δεκάτην ώραν. Ήτο παρά μικρόν μεσάνυκτα, όταν εφθάσαμεν. Ο Γούμενος δεν εγνώριζε τα παλαιά έθιμά μας, και δεν τα ησπάζετο.

Εις ολίγας ημέρας ετοιμάσθην διά το ταξείδιον της πρεσβείας, και εγχειρίζοντάς μου ο βασιλεύς τα δώρα και μίαν ιδιόχειρόν του επιστολήν, εμίσευσα με όλην μου την παράταξιν προς Βαλσύραν· και εκείθεν εμβαίνοντας εις ένα πλοίον, και με ένα αρμοδιώτατον άνεμον αρμενίζοντας εφθάσαμεν με καλόν κατευόδιον εις το νησί της Σηριμβίας· και όντας εγώ γνωστός εις τους άρχοντας του παλατιού, μάλιστα εις τον μέγαν Καγκελλάριον της συγκλήτου, ο οποίος είχε την επιστασίαν να δέχεται τους πρέσβεις των άλλων βασιλέων και να συναναστρέφεται με αυτούς, ανέφερον εις αυτόν την επιστασίαν και πρεσβείαν, που είχον παρά του βασιλέως Καλίφη.

Και όταν εφθάσαμεν εις το σπήτι η γραία μου έβαλε το άνωθεν βάλσαμον και μου έδεσε την πληγήν· έπειτα επλάγιασα εις το κρεββάτι με το μάγουλον δεμένον. Το βράδυ όταν ήλθεν ο άνδρας μου, βλέποντάς με έτσι με ερώτησε την αιτίαν· εγώ του εύρον διάφορες προφάσεις, διότι μου εφαίνετο απαίσιον να του ειπώ την αλήθειαν· αλλά δεν ηδυνήθην να τον καταπραΰνω με κανένα τρόπον· τόσον ωργίσθη εναντίον μου.

Αυτός δε ο αήρ εφαίνετο πυκνωθείς εκ των παντοίων πνιγηρών αναθυμιάσεων και, όπως δυνηθή τις ν' αναπνεύση, ηναγκάζετο να φράξη την μύτην. Επί τέλους εφθάσαμεν προ χαμηλού τίνος περιτειχίσματος, εφ' ου στηρίξαντες κλίμακα ανήλθομεν και εκαθίσαμεν επί της κορυφής του τοίχου.

Θα περάση μερικάς ημέρας εις την πόλιν κοντά σε μία καλή κυρία, η οποία κατά το λέγειν των ιατρών πλησιάζει εις το τέλος της κατά τας τελευταίας αυτάς στιγμάς επιθυμεί να έχη κοντά της την Καρολίναν. Επήγα την παρελθούσαν εβδομάδα μαζί της, και επισκεφθήκαμε τον ιερέα Σ . . . ., ενός χωρίου, το οποίον κείται μίαν ώραν μακρυά στα βουνά. Εφθάσαμεν εκεί περί τας τέσσαρας.

Α! τέλος πάντων ας αναπνεύσωμεν! εφθάσαμεν εις την πλατείαν του Συντάγματος. Εδώ ημπορούμεν κάπως να κινηθώμεν και μόναι μας.

Εγώ πάλιν κινηθείς από αδελφικήν αγάπην τους είπα· ιδού αφού έχω έξ χιλιάδες φλωριά να πάρη ο καθένας, από χίλια και να ψωνίσωμεν διά το ταξείδι μας και τας άλλας τρεις χιλιάδας ας τας κρύψωμεν εδώ εις το σπίτι διότι, αν εις το ταξείδι μας ήθελε μας συμβή η δυστυχία, γυρίζοντας καν να έχωμεν ταύτα διά να ζήσωμεν εις το εξής· και ούτω κρύψαντες αυτά εις ένα μέρος του σπιτιού και ψωνίσαντες καθένας διά το μερίδιόν του ανεχωρήσαμεν με ένα πλεούμενον διά το διωρισμένο μας ταξείδι· και μετά τρεις μήνας εφθάσαμεν εις την διωρισμένην πολιτείαν και πουλήσαντες τας πραγματείας μας εγώ εκέρδισα δεκαπλάσια από την ποσότητα που είχα, οι δε αδελφοί μου ολίγον τι κέρδος έλαβον.

Και μάλιστα χθες ευθύς άμα εξήλθομεν εδώθεν, μόλις εφθάσαμεν εις τον ξενώνά μας πλησίον του Κριτίου, όπου έχομεν το κατάλυμά μας, και ακόμη πρότερον Δ. | καθ' οδόν ταύτα ακριβώς εσκεπτόμεθα.