United States or Sweden ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με της παρακλήσεις της δικές μου, στα πειο ζηλευτά ο Καίσαρας σ' ανέβασε αξιώματα. Βαραίνεις συ στη ζωή μου περισσότερο από αυτόν. Πόσο σ' αγαπώ το ξέρεις. Γραφτόν τον λόγο τούτον σου τον έστειλα πολλές φορές 'πάνω σε πινακίδες από ελεφαντόδοντο. Χαρές και όργια δημιουργούσα και όλη τη Θεσσαλονίκη προσκαλούσα, την ευκαιρία για να βρω να σου μιλήσω.

Μετά το μεσημέρι όμως όλος ο κόσμος είχε γυρίσει στις καλύβες, κάτω στο ξέφωτο και ο ντον Πρέντου δεν είχε περάσει ακόμη. Τότε ο Έφις ανέβασε τους συντρόφους του μέχρι το ξωκλήσι, όπου λίγοι μόνο νέοι ήταν μαζεμένοι σ’ έναν βράχο για να δουν τα βερβέρικα άλογα που τρέχανε στα μισά της πλαγιάς του βουνού.

Ο Πολύζος εξεφόρτωσε τα υλικά από το ζώον, έδεσε το ζώον του, ανέβασε με πολύν κόπον πρώτον τον σάκκον της άμμου, είτα την κοπάναν με τον ασβέστην ανά την υψηλήν φοβεράν σκάλαν, η γυνή ανήλθε με το καλαθάκι της, όπου είχε λάδι, κηρία, ως και μικράν προμήθειαν τροφίμων.

Ο λαόςπου ο Συνέσιος τον καταφρονούσε με κάποια σα δασκαλήσια περηφάνειαείχε αρκετή γνώση και δύναμη να κάμνη το θέλημά του, και τόσο φωτισμένα φέρθηκε, που ταψήφησε όλα εκείνα τα μπόδια κι ανέβασε ταγαπημένο του τέκνο στον Επισκοπικό θρόνο. Μονομιάς φανερώθηκε ο ακέριος του χαρακτήρας. Είχε τότες η Κυρηναϊκή Διοικητή τον Αντρόνικο, σκληρόκαρδο κι ανήμερο θεριό.

Η Λινιώ παρεκάλει την μητέρα της να είπη τα λοιπά. — Πώς το λένε, μάννα; — «Αητός μ' επήρε, στο δέντρο μ' ανέβασε». — Ύστερα; ύστερα; ηρώτα το Λενιώ. — Ύτελα; επανελάμβανε και ο Μανώλης.

Η αγαθόκαρδη Ευδοκία όμως όχι μονάχα δεν τους εγδικήθηκε, μα και σ' αξιώματα τους ανέβασε και τους δυο τους. Και δε φαίνεται μήτε να της φούσκωσε τα μυαλά της η μεγάλη αυτή τύχη, παρά ζούσε ήσυχα δίχως νανεκατεύεται στο παραμικρό έξω από το παλάτι της. Ίσως όμως είταν αυτό συφωνημένο από τα πρι με την Πουλχερία, που πάντα εννοούσε αυτή να είναι η καθαυτό Βασίλισσα.

Το μαρτυρικό τέλος του, τον ανέβασε πολύ στην κοινή συνείδηση, σχεδόν τον εξαΰλωσετου πρόστεσε κάτι το θρυλικό στην τίμια κι ολοφώτεινη ζωή του.

Άλλο δεν τραγουδούσε παρά τα θεία λόγια του Σολωμού· γιατί την καρδιά του καθρέφτιζαν. Πετιέται κατόπι άλλος, ύστερ' άλλος. Ο λαός τους ανέβασε όλους στα ύψη του Παρνασσού, γιατί ο λαός, όσο αλυσοδεμένο κι αν τον κρατούσαν οι δεύτεροι τύραννοί του, αποθαμμένος δεν είταν, και γύρευε ποίηση ζωντανή. Από δω είχαν οι δάσκαλοι, από κει είχανε, βάλανε στο χέρι το Ζαλακώστα.

Ήλθε και μας ανέβασε προς τα επάνω, και μας ωδήγησεν εις την Παναγίαν την Κεχριάν. Ο Γούμενος, νεαρός ρασοφόρος, τον οποίον είχε στείλει ο νεοχειροτόνητος Επίσκοπος, είχε κοιμηθή, αφού έκαμε τον εσπερινόν, διαρκέσαντα ως την δεκάτην ώραν. Ήτο παρά μικρόν μεσάνυκτα, όταν εφθάσαμεν. Ο Γούμενος δεν εγνώριζε τα παλαιά έθιμά μας, και δεν τα ησπάζετο.

Εσύ…» δίστασε για λίγο, έπειτα ανέβασε τη φωνή, «μίλησες γι’ αυτό με τον Τζατσίντο; Πες μου την αλήθεια.» «Όχι», είπε ψέματα με σταθερή φωνή: «σας ορκίζομαι, δεν μίλησα γι’ αυτό». «Πιστεύεις τότε πως του το είπε ο ντον Πρέντου;» «Έτσι πιστεύω, ντόνα Νοέμι μου.» «Κάτι ακόμη. Πες μου, γιατί έφυγες;» «Δεν ξέρω. Αυτό σκεφτόμουν την ώρα που μ’ έπαιρνε ο ύπνος.