United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτανε μια φορά ένας συγγραφέας, που ζούσε ευτυχισμένος με τη γυναίκα του και τα τρία παιδιά του. Είτανε τόσο ευτυχισμένος, ώστε δεν το εννοούσε κι ο ίδιος και μολαταύτα έγραψε πολλά βιβλία για τη δυστυχία των ανθρώπων.

Διότι ίσως αυτός δεν εννοούσε τούτο, αλλά το να είναι κανείς ικανός, όταν τον ερωτήσουν τι είναι έκαστον πράγμα, να δώση την απάντησιν με τα στοιχεία. Θεαίτητος. Ειπέ μου ένα παράδειγμα, καλέ Σωκράτη. Σωκράτης. Αυτά εγώ δεν θα ημπορούσα να τα μετρήσω, καθώς νομίζω, ούτε συ.

Ήξευρεν επίσης ότι δεν εννοούσε να κάμη γάμον εκ συμφέροντος, διότι πολλάκις είχαν συζητήση επ' αυτού του αντικειμένου. Εσχάτως όμως ο Καραγιάννης εδείκνυε ανυπομονησίας σημεία, εννόησε δε από μερικάς φράσεις του, ότι τον εβάρυνε πλέον αυτή του η θέσιςΤι ευχή! έως πότε θα περιμένη ένας; όσο για την αδελφή, είμαι εις θέσι να φροντίσω.

Η γάτα του σπιτιού εστέκετο επάνω εις της σκάλες, εκύρτωνε την ράχη της και έλεγε: «ΜιάουΑλλά ο Ρούντυ δεν εννοούσε τι του έλεγε· εκτύπησε· κανείς δεν τον άκουσε, κανείς δεν του άνοιξε την πόρτα. «Μιάουέλεγε η γάτα.

Παράτολμα πηδήματα δεν εννοούσε να κάμνη μήτε ριζικές αλλαγές να φέρνη στα σύχρονά του συστήματα· μα μήτε είταν ο κατάλληλος, αφού το νάθρεφε μεγάλη ευλάβεια προς το Χριστιανισμό δε θα πη πως είχε χωνεμένα κι όλα τα ηθικά στοιχεία της νέας θρησκείας. Ο Κωσταντίνος δεν είταν άνθρωπος μήτε γραμματισμένος μήτε θεωρητικός. Στα θεωρητικά μάλιστα, καθώς αργότερα θα δούμε, είταν και κάμποσο πεζός.

Αυτό το παιγνίδι του Σβεν κοίταζε η μικρή Μάρθα και τέλος τονέ ρώτησε τι έκανε κει. — Δε βλέπεις; Παίζω στη χλόη, είπε ο Σβεν. Και ξαφνισμένος άνοιξε πλατιά τα μάτια του. Όχι, η Μάρθα δεν το εννοούσε, μα αφού είδε το Σβεν να παίζη τόση ώρα εκεί, νόμισε πως έπρεπε να είναι κάτι πολύ διασκεδαστικό και κάθησε κι αυτή κοντά του.

Γιατί να μην είνε κι' αυτός άξιος; δεν ήβλεπένε πώς ξέρει και ζη ο κόσμος; Και τον εγρίνιαζε, τον εμουρμούριζε αδιάκοπα! Εκείνος όμως εκατάπινε με υπομονή και χωρίς να δείχνη τη δυσαρέσκεια και την πίκρα που εδοκίμαζε. Υπόφερε πολύ ο φτωχός και μάλιστα που δεν εννοούσε να μιλήση, να ξεθυμάνη.

Θαρρέψανε μάλιστα πως λάθος έγινε και πως τον Κωσταντίνο εννοούσε ο Γαλέριος. Ο Γαλέριος όμως, παραμερίζοντας το λαοπόθητο Κωσταντίνο πήρε από το χέρι το Μαξιμίνο και τον κήρυξε Καίσαρα. Έβγαλε τότες ο Μαξιμίνος τα φτωχικά του φορέματα και ντύθηκε την Καισαρική τη στολή. Άναψε ο Κωσταντίνος βλέποντας τέτοια ταπείνωση, μα ήξερε και να συγκρατιέται· ήξερε και να περιμένη δίχως ν' αλησμονή.

Ο παππάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς την οικογένειαν του Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τα παιδία, τα δύο μεγαλείτερα εκ των τεσσάρων; — καθόσον τα άλλα δύο τα μικρά, δεν θα ηδύναντο να κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς την μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε να βεβαιωθή. — Θάρθη μαζί κ' η μάνα τους; — Βέβαια . . . πιστεύω, είπεν ο παππάς.

Κ' η μαμά του έλεγε πως δεν έπρεπε να τον μέλη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια και πως δεν είναι καθόλου κωμικό ναγαπά τη Μάρθα, αδιάφορα αν είναι μικρός ή μεγάλος. Έτσι ησύχαζε ο Σβεν και δεν άφινε να θολώνεται περσότερο η ευτυχία του. Είτανε τόσο σοβαρός μέσα στη χαρά του, ώστε δεν εννοούσε πώς είτανε δυνατό ναστειεύεται κανείς για ένα τέτοιο πράμα και γι' αυτό δεν το κρατούσε μυστικό.