United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα πουλιά τραγουδούσαν αδιάκοπα μέσα στα φύλλα, άλλα την ημέρα κι' άλλα τη νύκτα στο φως του φεγγαριού, και οι κάτασπροι κύκνοι ταξίδευαν αργά και καμαρωτά, σαν μικρά καραβάκια μ' απλωμένα πανιά απάνω στις λίμνες.

Δίχως μέριμνο και ζάλη, Δίχως κόσμου πράξιν άλλη, Με κατάχρησι απολνιέται Μέσα στα καλά, που κλιέται. Τελοσπάντων για οδηγό του Αποχτάει στο φέρσιμό του, Ό,τι έχουν, στην αλήθια, Τα παιδόπουλα συνήθια. Ογκωμένο ως τ' αχείλι Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι· Και γκυλιέται τεντομένο Στο χορτάρι τ' ανθισμένο.

Σαν πλώρη καραβιού αναποδογυρισμένη εσφίνωνε στο νερό η σαγώνα του και αποκάτω έχασκε κατακόκκινο βάραθρο ο φάρυγγάς του και τα τριγωνικά δόντια του τετράδιπλοι στίχοι άσπριζαν επίφοβα. Στα πλάγια του λαιμού πέντε γραμμές μεγάλες, κατάμαυρες εχόχλαζαν το νερό που έπαιρνε το στόμα του σαν σιφούνοι αδιάκοπα.

Αλλά σπεύδε και λέγε αδιάκοπα και να μη σιωπάς μόνον. Και αν τύχη να ομιλής περί αδικήματος ή μοιχείας γενομένης εις τας Αθήνας, να διηγηθής τι γίνεται εις τας Ινδίας και τα Εκβάτανα. Εις όλα δε αυτά να αναμιγνύης τον Μαραθώνα και τον Κυναίγειρον, διότι άνευ αυτών δεν δύναται να γίνη τίποτε.

Αμά θανάσιμος οχτρός και χάρος μου είναι η Γάτα, Που την ανταίνω αδιάκοπα παντού σε πάσα στράτα 120 Που μέρα νύχτα ακοίμητη οχ το κοντό με παίρει, Ως να μπορέση η άνομη σ' εμέ ν' απλόση χέρι. Δεν τρώγω λαχανόφυλλα, σου λέγω την αλήθια. Δεν τρώγω ρεπανόπρασα, παζιά, και κολοκύθια. Αυτά είναι όλα για τ' εσάς τραπέζια πεναιμένα, 125 Που ζιήτε μέσα στα νερά, δεν είναι για τ' εμένα.

Πήγαινε κ' έστεκε κει πολύ πριν από την ώρα, που θα γύριζε ο μπαμπάς. Αδιάκοπα έβγαινε από τον κρυψώνα του και ρωτούσε: — Πιστεύεις πως θα φοβηθή ο μπαμπάς; Φυσικά η μαμά του έλεγε ναι και φυσικά ο Σβεν έμενε τρισευτυχισμένος με την ελπίδα αυτή.

Δίχως μέριμνο και ζάλη, Δίχως κόσμου πράξιν άλλη, Με κατάχρησι απολνιέται 405 Μέσα στα καλά, που κλιέται. Τελοσπάντων για οδηγό του Αποχτάει στο φέρσιμό του, Ό,τι έχουν, στην αλήθια, Τα παιδόπουλα συνήθια. 410 Ογκομένο ως τ' αχείλι Τρώει αδιάκοπα τριφύλλι· Και γκυλιέται τεντομένο Στο χορτάρι τ' ανθισμένο.

Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο. — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται. Είνε αντικρύτην ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας. — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.

Ο Σβεν είταν ευχαριστημένος που είχε αρραβωνιαστικιά κ' είτανε τωραιότερο θέαμα, που μπορεί να φανταστή κανείς, όταν τα δυο παιδιά πιασμένα χέρι χέρι περνούσαν την αυλή κι ο ήλιος έπαιζε στα σγουρά μαλλιά τους, ή όταν ο Σβεν έσερνε τη Μάρθα στο μικρό της καροτσάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα να τη βλέπη.

Οι νέες γυναίκες λησμονούσαν τα δικά τους παιδιά και λέγανε πως ποτέ δεν είδαν τόσο ωραίο αγόρι, τα κορίτσια τον περνούσαν από τους βράχους χωρίς να τα παρακαλέση και παίζανε μαζί του. Ο Σβεν γύριζε αδιάκοπα στον ήλιο και μαύρισε και δυνάμωσε στον αέρα αυτόν, όπως ποτέ άλλη φορά.