United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μουλάρι το ξανάπιακε ο αγωγιάτης, κ' εγώ ξακολούθησα να βαράω την καμπάνα δυνατά κι αδιάκοπα.

Όποιος όμως εις την ταπεινότητά του αναγνωρίζει πού όλ' αυτά καταλήγουν, όποιος βλέπει πόσον ευπρεπώς κάθε πολίτης ευτυχών ηξεύρει να καλλωπίζη τον κήπον του ωσάν παράδεισον, και πόσον αδιάκοπα ο δυστυχής ασθμαίνων υπό το φορτίον εξακολουθεί τον δρόμον του, και ότι όλοι την αυτήν πλεονεξίαν δεικνύουν να ιδούν το φως του ηλίου τούτου δι' έν ακόμη λεπτόν περισσότερον, ναι, εκείνος σιωπά, και σχηματίζει και αυτός τον κόσμον του από τον εαυτόν του, και είναι επίσης ευτυχής, διότι είναι άνθρωπος.

Μετά το γεύμα, το οποίον ποτέ δεν ήτο νοστιμώτερον και το οποίον διέκρινε ένα μοναδικόν διά των βλεμμάτων αλληλοφάγωμα, ο σύζυγος ετεντώθη επί του σοφά κ' εκάπνισεν επί πολύ, παρούσης, εννοείται, της συμβίας, ήτις αδιάκοπα του «έδιδε φωτιάναναρριπίζουσα την φλόγα που του ήναψεν εξ' αρχής, με ζήλον, ακατάπαυστα και εις βαθμόν οπού . . . Αλλά συγχώρησε, αναγνώστα, να μην προχωρήσω· θα ήτο αδιακρισία μου να προβώ εις περαιτέρω αποκαλύψεις· άλλως τε, είσαι, υποθέτω, έξυπνος κ' εμπορείς διά της φαντασίας ν' αναπαραστήσης την επακολουθήσασαν σκηνήν, δίδων εις την αθώαν διήγησίν μου το τέλος οπού της αρμόζει.

Το μόνο που δεν μπορούσε να νοιώση είτανε πως ο θάνατος, που είδε στο θέατρο, κρατούσε δρεπάνι, ενώ στην εικόνα χτυπούσε ένα κουδούνι. Όσο για τάλλα, η εντύπωση από το θέατρο, η εικόνα στην κάμαρα της μαμάς και το παραμύθι, που του διηγήθηκε αυτή, είτανε σα να είχαν σμίξει σ' ένα πράμα. Κι αδιάκοπα μιλούσε γι' αυτό το θέμα.

Ανησυχούσε λοιπόν για το Δάφνη πώς θα μιλήση του αφέντη κ' έτρεμε η ψυχή της για το γάμο τους, μήπως τον ονειρεύονταν του κάκου. Και για τούτο αδιάκοπα ήτανε τα φιλιά και τ' αγκαλιάσματα σφιχτά σαν να ήτανε κολλημένοι· κ' ήτανε τα φιλιά φοβισμένα και τ' αγκαλιάσματα λυπημένα, σαν να είχεν έλθει τώρα ο αφέντης ή μπορούσε να τους ιδή. Μα κοντά στ' άλλα τους βρήκε και μια τέτοια σύχυση.

Ω, δεν ξέρεις, πόσο ευτυχισμένη μ' έκαμες! Αυτό το βράδι κάθησα αργά κ' έκαμα ό,τι δεν είχα κάμει συχνά όλο αυτό το καλοκαίρι. Συλλογιζόμουνα την Έλσα και με. Αδιάκοπα πρόβαλε ο στοχασμός: γιατί να με ρωτήση αν της επιτρέπω να πιστεύη στο θεό και να προσεύχεται.