Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Πετούσαν από πάνω τους και μέλισσες η μια κοντά στην άλλη, αδιάκοπα βουΐζοντας σαν νάκλαιγαν κι αυτές.
Τη φτώχια, που πολεμούσε μαζί της αδιάκοπα, κατώρθωσε να την κρατή πάντα μακριά. Ένας εχτρός υπήρχε μόνο, που μαζί του δεν μπορούσε να μετρηθή, κι αυτός ο εχτρός είταν ο θάνατος. Κ' ίσως να μην είτανε η μικρότερη ευτυχία του ανθρώπου αυτού το πως δε φοβήθηκε ποτέ σοβαρά, πως ο θάνατος μπορούσε να βρη είτε αυτόν τον ίδιο είτε τους αγαπημένους του.
Σκληρού το έκρινε αρκετά καλά ο Ραμάς, και συμφωνώ μαζί του σε πολλά, όπως σε τούτο: ότι ο ανοιχτός και άγριος πόλεμος αναμεταξύ μια κοινωνική τάξη και μιαν άλλη, είναι σημάδι πως διαλύνεται μια κοινωνία, αφού δεν μπορούν οι τάξες αυτές να βρουν πια κανέναν τρόπο για να τα ταιριάξουν και να ζήσουν μαζί, ― αφού αδιάκοπα, σαν εχτροί, μαλλιοτραβιούνται, ενώ μπορούσαν φιλικά να ξεδιαλίσουν τους λογαριασμούς τους, ― αφού στα άτομα δεν αρέσει σ' άλλο τίποτα να καταγίνουνται, παρά στον ξετσίπωτο κομματικό, κοινωνικό πόλεμο μεταξύ τους.
ΙΩΝ Ώ τύχη, που αδιάκοπα τη μοίρα μας αλλάζεις και μια μας δίνεις συφορά και μια την ευτυχία, σε ζυγαριά παράξενην έρριξες τη ζωή μου. — ή να χαθώ απ' τη μάννα μου ή να χαθή από μένα. Αχ! όπου ρίχνουνε το φως του ήλιου η αχτίνες τάχα μπορεί ο άνθρωπος τα ίδια κάθε μέρα να βλέπη; Ώ μητέρα μου, σε βρήκα, αγαπημένη, και η καταγωγή μου αυτή καμμιά ντροπή δεν φέρνει.
Η καμπάνες χτυπάνε ζωηρά κι αδιάκοπα. Άλλες με παιδιάτικους ασημένιους ήχους, μαθημένες από τα παιδιά που κράζουνε στο σχολιό σημαίνοντας αυγή κι απόγιομα κι άλλες με ήχους θλιβερούς και βαρύτατους συνηθισμένες από τους θανάτους κι από τα ξόδια που συχνότερα διαλαλούσαν· και μια, η μεγαλύτερη του καμπαναριού τ' Άι-Νικόλα, τρυπημένη κατάκορφ' από τουφεκιά κλέφτικη, ξεχώριζε απ' όλες με το βραχνό και σχισμένον ηχό της.
Ω! Τι ευτυχισμένο το αηδόνι, λέει, λέει αδιάκοπα ό,τι θέλει, διατί να μη ζητήσω να γίνω αηδόνι εξ αρχής. Καλή Νεράιδα, παρεκάλεσε τώρα, κάμε με αηδόνι, πώς να μείνω πάντα βουβή· και εκτυπούσε τόσο δυνατά τα πτερά της, ώστε θα τα έσπαζεν, αν η Νεράιδα δεν την ήγγιζεν. Ύψωσε πάλιν την βέργα της, άστραψε τόσον, ώστε να πονέσουν τα μάτια της Ανθούλας.
Το μουλάρι το ξανάπιακε ο αγωγιάτης, κ' εγώ ξακολούθησα να βαράω την καμπάνα δυνατά κι αδιάκοπα.
Παίρνω όμως μαζί μου τη μνήμη της μάννας μου, που είναι για μένα ένας θησαυρός, και που δεν μπορείτε πια να μου την κρατήσετε σεις. Ο Φιντής σε όλο αυτό το διάστημα έχει γείρει, το κεφάλι του απάνου στα χέρια, σα να σκέφτεται, αδιάκοπα. Πάψη. Ω! δυστυχία μας. κάποιο καινούριο κακό μέλλει να γίνη, κάποιο καινούριο κακό πάλι όπως και τότε. Τον έδιωξες, εσύ τον έδιωξες.
Στη μέση της είχε στηθή ολόρθος μασαλάς σιδερένιος κι απάνω του καίονταν αδιάκοπα χοντρές σχίζες δαδιού πώχυναν γύρα φανταστική αναλαμπή και βαριά μυρουδιά κ' εγιόμοζαν τον αγέρα από σύγνεφα μαύρου κατάπυκνου καπνού. Οι πανηγυριστάδες, σα να μην έφταναν οι αμέτρητοι εκείνοι πούχαμεν εύρει εμείς εκεί, εξακολουθούσαν νάρχονται ακόμα μπουλούκια μπουλούκια και καλοφορεμένοι όλοι τους.
— Όποιος θέλει τώρα, ας έρθη να σε παρ' απ' το χέρι μου. Ως τόσ' ο παππά Κρητικός εντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έκαμε νόημα του Σερέτη να βαστά τον γαμπρό από πίσω, επλησίασε το τραπέζι που ήταν το βαγγέλιο, άναψε της λαμπάδες κ' έδωκε μια του παππά Συνέσιου και μια του Σερέτη και άρχησε το διάβασμα. Η νοικοκυρά εστεκότανε δίπλα στην κόρη της κ' εσταυροκοπιότανε αδιάκοπα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν