United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σαν ακούστηκε η φριχτή είδησι, εφάνηκε και η γυναίκα του σαν μετανοημένη και άρχησε το κλάμμα· αλλά η γυναικαδέλφη της δεν την πίστευε. Ήξερε αυτή την τυραννισμένη ζωή που περνούσε ο αδερφός της από την γυναίκα του και δεν πίστευε στη μετάνοιά της, που την έδειχνε λίγο αργά. Το υστερινό της μάλιστα φέρσιμο τον στενοχώρησε τον άμοιρο και δεν μπόρεσε περισσότερο να ζήση.

Ο 'γούμενος άρχησε την ομιλία με τη χήρα και στον ίδιο καιρό εκερνούσε και αυτήν και τον Άνθιμο, χωρίς να λησμονά τον εαυτό του. Οι χωριανοί ετρωγόπιναν ανάμεσό τους κ' ετραγουδούσαν χωρίς να δίνουν προσοχή στο 'γούμενο με την παρέα του.

Τα κλειδιά ήτανε διάφορα, μικρά και μεγάλα και άρχησε να τα διαλέγη και σε καθένα να χαράζη, μ' ένα σουγιά, κάτι σημάδια δικά του.

Η όψη του άλλαξε για μιας· έγινε γλαρή και παθητική σα να κύτταζε ερωμένη. Έπειτα μάλαξε το μέτωπό του, έσυρε το χέρι στα μαλλιά του, στύλωσε τα μάτια του στα κούφια και με δυνατή φωνή και παράδοξες χερονομίες άρχησε ν' απαγγέλλη : — Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερον και .... Του ήρθε δυνατός λυγμός κ' έκοψε την απαγγελία του.

Εις τον νέο παππά εδόθηκ' ευθύς καλή ενορία, σε λίγο καιρό όμως έδειξε σημεία στενοχώριας· σαν να μην του ήρεσε να είνε απλός εφημέριος και άρχησε να ενεργή να γείνη ηγούμενος στο Μοναστήρι του τόπου. Η πολλή ταραχή, λέγει, δεν του άρεσε· και ήθελε να ζη πιο ήσυχα. Η αλήθεια είνε πως, σαν έξυπνος που ήταν, εκατάλαβε πως στο Μοναστήρι θα ζούσε πολύ καλλίτερα παρά στη χώρα.

Ο Καλόγερος τα έχασε — «Μεθυσμένος είνεεμουρμούρισε. Κ' εγυρευε ευκαιρία να τραβηχτή σιγά σιγά, χωρίς να τονε καταλάβουνε. Σε λιγάκι ο 'γουμενος άρχησε κουβέντα τρυφερή με την γειτόνισσά του και αρκετά δυνατά για ν' ακούση ο Άνθιμος· είχε πολύ ζεσταθή φαίνεται, είχε πάρη πολύ θάρρος και δεν τον έμελε. Αυτή τη φορά ο καλόγερος αγρίεψε.

Όποιος θέλει τώρα, ας έρθη να σε παρ' απ' το χέρι μου. Ως τόσ' ο παππά Κρητικός εντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έκαμε νόημα του Σερέτη να βαστά τον γαμπρό από πίσω, επλησίασε το τραπέζι που ήταν το βαγγέλιο, άναψε της λαμπάδες κ' έδωκε μια του παππά Συνέσιου και μια του Σερέτη και άρχησε το διάβασμα. Η νοικοκυρά εστεκότανε δίπλα στην κόρη της κ' εσταυροκοπιότανε αδιάκοπα.

Ο Βέρθερος άρχησε μιαν ασήμαντη ομιλία που τελείωσε σε λίγο, και ο Αλβέρτος το ίδιο. Έπειτα ερώτησε τη γυναίκα του για μερικές παραγγελίες που τις είχε δώσει και όταν άκουσε πως δεν έγειναν ακόμη, της είπε κάτι λέξεις, η όποιες φάνηκαν στον Βέρθερον πολύ ψυχρές, μα και πολύ σκληρές. Ήθελε να φύγη, αλλά δεν μπορούσε.