United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τον καιρόν που οι φίλοι εχαίροντο, έρχεται η μάνα της νύμφης και την παίρνει από το χέρι και εμίσευσαν από εκεί. Έπειτα από ολίγον έρχεται ο Μουφάκ και με παίρνει και εμένα, και με φέρνει εις ένα χοντζερέ πολλά εύμορφα στολισμένον εις τον οποίον ήτον ένα κρεβάτι στολισμένον με χρυσά παπλώματα και τριγύρω του πολλές λαμπάδες αναμμένες.

Πήραν ξελάκκου ένα κοπάδι κριάρια μια νύχτα σκοταδερή, δίχως αστροφεγγιά και σελήνη, δέσαν στα κέρατά τους λαμπάδες αναμμένες και φρύγανα και σαλαγώντας τα σκάρισαν από τον κάμπο στον ανατολικόν ανήφορο του βουνού κατά το κάστρο απάνω, φωνάζοντας κι αυτοί και τραγουδώντας.

Γονατιστός, ξεσκούφωτος, ασημένιος. Είνε τώρα κρεμασμένητον πολυέλαιο του Άη-Νικόλα. Και όταν ανάφτη ο γέρω-Συμβίας της λαμπάδες, ς' την πανήγυριν, σ' την αγρυπνία και τον κουνή κατόπιν τον πολυέλαιο, κουνιέται κ' η σκούνα η ασημένια μαζί του πέρα-δω, ς' την αγρυπνία, κ' είνε μια χαρά να την βλέπης. Θαρρείς και ταξειδεύει ς' τη Μαύρη Θάλασσα.

Αυτός μόνος και κατάμονος. Όλοι οι άλλοι νησιώτες ήσαν ίσιοι σαν τις λαμπάδες. Κι' ο Λαζαράκης το είχε καϋμό. Όλοι οι άλλοι, οι σακάτηδες και οι σημειωμένοι, είχανε κάποιο σύντροφο να τον βλέπουνε και να παρηγοριούνται. Στραβοί, κουτσοί, κουλλοί, βλογιοκομμένοι, αλλοίθωροι, πιασμένοι, τσεβδοί, τρεμουλιάρηδες, είχανε όλοι το ταίρι τους.

Εις την κορυφήν του κρεββατιού ήσαν δύο λαμπάδες αναμμένες και από τούτο το φαινόμενον εκατάλαβα ότι εκεί ευρίσκετο κανένας ζωντανός, επειδή αι λαμπάδες αφ' εαυτού των ήτον αδύνατον να καίουσιν.

Τρέξτε και σεις, γειτόνισσες μου, κι ανάψτε λαμπάδες, τάξτε στους Αγιούς τις έρμες αυτές αρχοντιές μου, να γίνη το θάμα και νάρθη η Αρετούλα, γιατί πεθαίνω. Πεθαίνω και σωτηριά πια δεν έχω. Όλα της γης τα φαρμάκια τακρύβ' η αρρώστια μου. Συνέσ. Ας βγούμε, χριστιανές μου, κι ας την αφήσουμε μονάχη της, ίσως και τη σπλαχνιστή ο Θεός και τη φέρη στο νου της. Πάμε να γονατίσουμε και να προσευκηθούμε.

Χαλνάει ο κόσμος τριγύρω τους, η όψη της γης αλλάζει, — και κείνοι μένουν ακλόνιστοι· μήτε τρίχα τους δεν αλλάζει. Έπρεπε, φίλε μου, να πιάσουμε από την αρχή τη δουλειά. Όχι από τον Πατριάρχη· στην Αγιωσύνη του πηγαίνουμε και κατόπι. Αρχή της δουλειάς μας έπρεπε να είναι τα &Γράμματα&. Αυτά είναι που κρατούν τις λαμπάδες και δείχτουνε στο Γένος το μεγάλο του δρόμο.

Μία παιδίσκη και είς παις πενταετής, ήρχισαν να φιλονεικώσι περί του τίνος η λαμπάδα ήτο ευμορφοτέρα. — Όχι, η δική μου η λαμπάδα είνε καλλίτερη. — Όχι, η δική μου. — Εμένα ο πατέρας μ' την εδιάλεξε και είνε πιο καλή. — Εμένα η μάνα μ' την εστόλισε μοναχή της. — Και ξέρει να κάνη λαμπάδες η μάνα σ'; — Όχι, δε ξέρει; Σαν τη δική σ'; — Τέτοια παληολαμπάδα! — Ναι, παληολαμπάδα;...να!... — Να κ' εσύ!

Πήραν ξελάκκου ένα κοπάδι κριάρια μια νύχτα σκοταδερή, δίχως αστροφεγγιά και σελήνη, δέσαν στα κέρατά τους λαμπάδες αναμμένες και φρύγανα και σαλαγώντας τα σκάρισαν από τον κάμπο στον ανατολικόν ανήφορο του βουνού κατά το κάστρο απάνω, φωνάζοντας κι αυτοί και τραγουδώντας.

ΚΡΕΟΥΣΑ Τι λες, παιδί μου;! Τι ζητείςαυτόν να φανερώσω! ΙΩΝ Πώς είπες; ΚΡΕΟΥΣΑ Άλλος κι' όχι αυτός εγέννησεν εσένα. ΙΩΝ Αλλοίμονο! νόθον λοιπόν μ' εγέννησες εμένα; ΚΡΕΟΥΣΑ Ούτε χοροί στο γάμο μου ούτε λαμπάδες ήσαν, παιδί μου, σαν σ' εγέννησα. ΙΩΝ Από κακή γενηά, αλλοίμονο! γεννήθηκα, μητέρα, κι' από ποιά; ΚΡΕΟΥΣΑ Μάρτυς μου ας είνε η Αθηνά!. . . ΙΩΝ Γιατί αυτός ο λόγος;