United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΩΜΑΙΟΣ, προς υπηρέτην· Ποια είν' αυτή που 'πέρασε, κ' επλούτιζε το χέρι του νέου οπού την κρατεί, εκεί; ΥΠΗΡΕΤΗΣ Δεν την γνωρίζω. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω! εις την λάμψιν της κοντά θαμπόνουν αι λαμπάδες! Μου φαίνεταιτο μάγουλον της Νύκτας κρεμασμένη, ωσάν διαμάντι λαμπερόν στ' αυτί ενός Αράπη! Τόσον πλουσία ευμορφιά δι’ άνθρωπον δεν είναι, τόσον ωραίον θησαυρόν η γη δεν τον αξίζει!

Εις τη μέση της κάμαρας, απάνω σε τραπέζι, στρωμένο με άσπρο τραπεζομάντηλο, είνε τα στέφανα, καμωμέν' από κληματόβεργες και τυλιγμένα με ασπρογάλαζες κορδέλες, δύο λαμπάδες και το ευαγγέλιο. Τα πρόσωπ' αυτά μιλούσαν ανάμεσό τους, μα με φωνή χαμηλή, ίσως για να μη συγχίζουν' εκείνους που είνε στην πρώτη κάμαρα. Εδώ κάθουνται ο παππά Συνέσιος, ο παππά Κρητικός και ο Κεριάκος, ο υποψήφιος γαμπρός.

Και από κάθε θύρα, Που ανοίγεται, βγαίνουν μορφαίς γελούμεναις λουσμέναις. Γλυκαίς καλοντυμέναις. Κρατούντα χέρια τους κηριά, λαμπάδες. 'Στή ματιά τους Λάμπ' η χαρά που 'νοιώθουνε βαθειά μέσ' την καρδιά τους 'Ξημέρωναν Χριστούγεννα.

Βλέπεις εκείνα τα φεγγοβολήματα; είνε τ' αρματωλίκια· ο Ζήδρος, ο Ζαχαρίας, οι Κατσαντωναίοι, ο Νικοτσάρας. Λαμπάδες ετοιμάζονται για τη μεγάλη Ανάσταση. — Κ' εκείνη δεν έγινε. — Πώς δεν έγινε; είπε η κόρη παραξενεμένη· να εδώ. — Φρίκη! έκαμε ο Δημητράκης, γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο. — Το Εικοσιένα μας· είπε η κόρη φέρνοντας στανικά το κέντημα στα μάτια του.

Τα κανδήλια ήσαν αναμμένα έμπροσθεν των εικόνων του τέμπλου, αλλά με κανονικά φώτα και όχι ως πυροφάνεια. Αλλ' υπήρχον και δύο μεγάλαι λαμπάδες καίουσαι εις τα μανουάλια, και πέντε ή έξ κηρία. Εντεύθεν το πολύ φως.

Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνοαμ' τι;

Απόθεσαν το βασιλικό λείψανο σε θήκη μαλαματένια στολισμένη με την πορφύρα και με την κορώνα, και το μεταφέρανε στην Πρωτεύουσα. Εκεί στο μεγαλόπρεπο μέσα Παλάτι, καταμεσή στο μεγάλο το Τρίκλινο, απάνω σ' αψηλό Επιτάφιο, τριγυρισμένο μ' αμέτρητους φανούς και λαμπάδες, κοίτουνταν το λείψανο του πρώτου Χριστιανού Βασιλέα.

Πολύ σωστά το λέει ο λαός, γιατί ξένη δεν του είναι η κατάληξη -άδες · την έχει κλερονορημένη από τους αρχαίους, αι λαμπάδες . Είναι κατάληξη αρχαία, γιατί τώρα που ταξιδέβω, ακούω συχνά ένα πράμα, που κάθε φορά που θα τακούσω, θα θυμώσω. «Να πας στο τάδε νησί, στο τάδε βουνό, στο τάδε το χωριό, μου λέει ο ένας κι ο άλλος.

Όποιος θέλει τώρα, ας έρθη να σε παρ' απ' το χέρι μου. Ως τόσ' ο παππά Κρητικός εντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έκαμε νόημα του Σερέτη να βαστά τον γαμπρό από πίσω, επλησίασε το τραπέζι που ήταν το βαγγέλιο, άναψε της λαμπάδες κ' έδωκε μια του παππά Συνέσιου και μια του Σερέτη και άρχησε το διάβασμα. Η νοικοκυρά εστεκότανε δίπλα στην κόρη της κ' εσταυροκοπιότανε αδιάκοπα.