Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Και τρέχει ο Ύπνος ο βαθύς να σύρει στα καράβια και κάτου εκεί του Ποσειδού την είδηση να δώκει. 355 Και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγιαο «Βόηθα, του Κρόνου, τώρα, γιε, τους Αχαιούς με θάρρος, κι' ώρα καν λίγη χάρισ' τους τη νίκη, ενώ κοιμάται ακόμα ο Δίας, γιατί εγώ του σκέπασα τα σπλάχνα με μαλακιά αποκάρωση, κι' η γελαδόματη Ήρα τον γέλασε κι' ερωτικά να κοιμηθούν την πήρε360

Η εύμορφαις νησιώτισσαις και η νησοτοπούλαις πλύνουν, ασπρίζουν, τακτοποιούν, σαρόνουν του χωριδίου τους οικίσκους. Λάμπουν τα χιόνιατα βουνά της Ευβοίας τ' αντικρυνά. Η ψαροπούλαις έρχονται η μια κοντάτην άλλην. Αράζουν. Ησυχάζουν. Θ' αναπαυθούν. Θα κοιμηθούν. Οι χωρικοί, χαρούμενοι, εμβαίνουν εις την κώμην, να ξεκουρασθούν, να ξυρισθούν, να λουσθούν.

Την στιγμήν εκείνην, ο μπάρμπα-Κωνσταντός έκαμε κίνησίν τινα, εμισοξύπνησε, κ' εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. — Χαλάλι να του γείνη! εγόγγυσεν ο πάτερ-Γαβριήλ. Νυσταγμένος μας ήλθε, ο άνθρωπος. Θέλω να ξέρω, αυτοί, κάτω στο χωριό, δεν κοιμούνται τάχα, δεν έχουν σπίτια, δεν έχουν κάμαραις; Κινούν δύο ώραις δρόμο κ' έρχονται στον Άι-Χαράλαμπο για να κοιμηθούν; Ταμάμ! Ευλόγησον, πατέρες....

Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνοαμ' τι;

Μεταξύ δε αυτών θα είναι και τα δικαστήρια, όπου θα γίνωνται και αι αρμόδιαι δίκαι των φόνων και όσα αδικήματα είναι άξια θανάτου. Ως προς τα τείχη όμως, φίλε Μέγιλλε, εγώ θα εσυμφωνούσα με την Σπάρτην, να αφήσωμεν τα τείχη να κοιμηθούν κάτω εις την γην και να μη τα ανοικοδομήσωμεν διά τους εξής λόγους.

Έκαναν μετάνοιες και σταυρούς και παρακαλούσαν μυστικά Παναγιά και το Χριστό, να τους φέρουν από την Ξενιτειά της μιανής τον γυιό της και της αλληνής τον πατέρα της και μόνον όταν κόπησαν από την κούραση, μπήκαν κάτω από την φλοκωτή την τσέργα, για να κοιμηθούν η μια στην αγκαλιά της αλληνής.

Αφού έπαυσαν τα φαναράκια να περιφέρωνται, και τα παιδία που έψαλλον τα «Χριστούγεννα-Πρωτόγεννα» επήγαν να κοιμηθούν, κ' εσβύσθησαν όλα τα φώτα και ο βορράς εμαίνετο και αντήχει ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτωθεν του βράχου, έμεινε το καπηλείον με τας δύο πενιχράς καπνώδεις λυχνίας του, με την θύραν βλέπουσαν προς το πέλαγος, εις το ύψος, όπου ίστατο το παμμέγιστον «Κανόνι της Αναγκιάς» κατά το βόρειον άκρον του Κάστρου.

ΣΩΚΡ. Και ποιος από εμένα είνε καταλληλότερος να συναναστρέφεται ένα ωραίον νέον; Διότι δεν είμαι των σωμάτων εραστής αλλά των ωραίων ψυχών, θα τους ακούσης να λέγουν ότι και όταν συνέβη να κοιμηθούν μαζή μου υπό το αυτό σκέπασμα δεν έπαθαν τίποτε κακόν εκ μέρους μου .

Ήλθεν η παραμονή και δεν εφάνη. Η μεγάλη σκούνα δεν επρόβαλεν ανάμεσ' απ' τα δυο νησιά να εισέλθη εις τον λιμένα. Τι έγεινε; Μήπως εφουρτουνιάσθη ο καπετάν Στέφος κ' επόδισε πουθενά; Θα ήτο απίστευτον. Όλοι ανησύχησαν μόνον η Σινιώρα, η καπετάνισσα, δεν εξέφρασε καμμίαν ανησυχίαν. Είχε νυκτώσει. Έβαλε τα παιδιά της να κοιμηθούν. Κοντά τα μεσάνυχτα άνοιξε το παράθυρον. Τρικυμία εμαίνετο έξω.

Ο Αλβέρτος ήσυχα την διέκοψεν: — Αυτό σε πειράζει πάρα πολύ, αγαπητή Καρολίνα! ξεύρω πως η ψυχή σου προσκολλάται πολύ εις αυτές τις ιδέες, αλλά σε παρακαλώ μην επιμένης. — Αλβέρτε, του είπε, ξέρω ότι δεν λησμονείς τις εσπέρες που εκαθήμεθα μαζί στο μικρό στρογγυλό τραπέζι όταν ο μπαμπάς ήταν στην ξενητειά, και ημείς είχαμεν στείλει τα μικρά να κοιμηθούν.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν