Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Και τι μαντάτα έχει απ' τον Δράκον, που τον απαντέχει χρόνους και καιρούς. — Τι μαντάτα; ηρώτησεν ο Αγάλλος, παρανοήσας την φράσιν της γραίας. — Τι διάφορο έχει, μαθές. Φωτιά π' τον ε!.. Πέτρα έρριξε πίσω, αγυρισιά του γείνηκε, τόσα χρόνια, μήτε γράμμα, μήτ' απηλογιά. Την νύκτα, όταν επέστρεψαν εις το Κάστρο οι ευφημούντες φίλοι, πατινάδα ηκούσθη πάλιν περί την συνοικίαν της Αναγκιάς.
Ανέλαμψε και το Κανόνι της Αναγκιάς, ένας μαύρος όγκος επί της υψηλοτέρας άκρας του Κάστρου, έτοιμον θαρρείς να βροντήση διά την εορτήν και να κηρύξη την Γέννησιν του Χριστού προς της Χαλκιδικής το πέλαγος.
Το δειλινόν, όταν είδεν ο Δημητράκης τον υιόν του, του είπε: — Άκουσα, κυρ Αγάλλο, πως πήγες κάτ' απ' τα παράθυρα καποιανής, κ' έκαμες πατινάδα. Τώρα δεν είσαι μικρός, είσαι μεγαλείτερος απ' τον αδερφό σου τον νοικοκυρεμμένο. Κοντεύεις να τριανταρίσης. — Αλήθεια, αφέντη, είπεν ο Αγάλλος. Και όταν ενύχτωσε, διηυθύνθη διά πλαγίου δρομίσκου προς το μέρος της Αναγκιάς.
Αφού έπαυσαν τα φαναράκια να περιφέρωνται, και τα παιδία που έψαλλον τα «Χριστούγεννα-Πρωτόγεννα» επήγαν να κοιμηθούν, κ' εσβύσθησαν όλα τα φώτα και ο βορράς εμαίνετο και αντήχει ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτωθεν του βράχου, έμεινε το καπηλείον με τας δύο πενιχράς καπνώδεις λυχνίας του, με την θύραν βλέπουσαν προς το πέλαγος, εις το ύψος, όπου ίστατο το παμμέγιστον «Κανόνι της Αναγκιάς» κατά το βόρειον άκρον του Κάστρου.
Και πάλιν ο Αγάλλος ησθάνθη κρυφίαν ανασκίρτησιν εις το φανερόν, εκρέμασε το κεφάλι κ' είπε: — Καλά, τα γενόμενα ουκ απογίνονται. Εξήλθε να περιπατήση ανά τα στενά σοκάκια του Κάστρου, διέσχισε κατά μήκος τας συνοικίας, έφθασεν έως της Αναγκιάς το κανόνι, εις την υψηλήν βορειοτέραν άκραν, και μέσα του εμελετούσε κ' έλεγε: — Καλά, εγώ τώρα τι να κάμω; Ή πρέπει να βρω νύφη ή να καλογερέψω.
Όλον το πέλαγος εσείσθη και το Κάστρον αντικρύ επήγε και ήλθεν από τον κρότον και τον κλόνον. Δύο γυναίκες γειτόνισσαι, που δεν είχον ύπνον κ' ελαγοκοιμούντο, πλαγιασμένοι η μία εις έν υπερώον, πλησίον εκεί στης Αναγκιάς, η άλλη εις έν κτήμα, ολίγον παρακάτω, ανεσκίρτησαν. Η πρώτη εσηκώθη, έρριψε βλέμμα έξω, κ' ηρώτησε τον νυκτοφύλακα, τι τρέχει. — Οι αγάδες έχουν ραμαζάνι, απήντησεν ο άνθρωπος.
Δύο ή τρεις άλλοι θαμώνες έκλινον την κεφαλήν εις τα τραπέζια κ' ενύσταζον· ο κάπηλος, όρθιος παρά το κυλικείον, αφήκε μέγαν ρογχασμόν. Ο Νικολός το Πιτς κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας εξήλθον ν' αγναντέψουν το μαύρον πέλαγος, από της Αναγκιάς το Κανόνι. Τούτους ηκολούθησε μετ' ολίγον διά να ξενυστάξη κι' ο ίδιος ο καφετζής.
Δεν ήξευρεν, επειδή προ πολλού δεν είχε λάβει γράμματα εκείθεν, ότι ακριβώς διά το είδος αυτό του τερπνού εμπορεύματός του υπήρξε μεγάλη δίψα εις όλους τους ουρανίσκους και τους φάρυγγας των νυκτερινών θαμώνων του καπηλειού, επάνω εις το Κανόνι της Αναγκιάς — εκεί ήτο η πατρίς του. Απέπλευσεν από την Σαλονίκην, και έλεγε μέσα του: «Να μην πιάση η κατάρα των Τσιφούτηδων!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν