United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι μ' αυτά και μ' αυτά έχτισε ο γέρο-Σκοινάς ανώγεια και κατώγεια, κ' εσκάρωσε σκάφες, κι' αρμάτωσε άρμενα. Και θαρρώ πως θα ξέχασε να δώση και του φτωχού εργάτη τα βρεθίκια πού του έταξε. Ο Νικολός ήτον στοχαστής πολύ, και είχεν εκλέξει καλώς την ώραν.

Πλην δεν ηκούσαμεν κρότον, ουδέ ψυχήν είδομεν. — Σήμερα Κυριακή, δεν δουλεύουν, είπεν ο Γιαννιός. — Ξέρω πως δεν δουλεύουν, μα μπορεί να βρίσκωνται, είπεν ο Νικολός, όστις αν και τόσον νεώτερός του, εφαίνετο να γνωρίζη καλά τα μέρη. — Και λες να είναι κανένας εδώ; — Η γρηά το Μουσκαδώ με τα κορίτσια της, η συμπεθέρα της η Αγάλλαινα, και τόσες άλλες, εδώ βρίσκονται τον περισσότερον καιρό.

Δύο ή τρεις άλλοι θαμώνες έκλινον την κεφαλήν εις τα τραπέζια κ' ενύσταζον· ο κάπηλος, όρθιος παρά το κυλικείον, αφήκε μέγαν ρογχασμόν. Ο Νικολός το Πιτς κι' ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας εξήλθον ν' αγναντέψουν το μαύρον πέλαγος, από της Αναγκιάς το Κανόνι. Τούτους ηκολούθησε μετ' ολίγον διά να ξενυστάξη κι' ο ίδιος ο καφετζής.

Σήμερον, ο Νικολός το Πιτς, και ο φίλος του, ο Αντώνης της Γαλοντζίτσας, ησθάνοντο ξηρόν τον φάρυγγα, ενώ εξημέρωνε τέτοια μεγάλη και φαιδρά εορτή, χρονιάρα μέρα!

Ένα τοιούτον γέρο-λύκον παλαιόν είχε συναντήσει, φαίνεται, ο νεαρός Νικολός εις τα μέρη της Ανατολής τα παράλια, όπου είχε προσεγγίσει η γολέττα, και τοιαύτην ιστορίαν εκείνος του είχε διηγηθή. Και άμα ήλθεν ο φίλος μου έσπευσε να με κάμη κοινωνόν του μυστικού, ή μέτοχον της επιχειρήσεως. Χάριν μεγαλυτέρου κύρους, ως περίεργος και μνήμων οπού ήτο, μου διηγείτο πολλά και άλλα εγχώρια θρυλήματα.

Ο Νικολός εφορτώθη πάλιν το ζεμπίλι, εγώ έλαβα το είδος του ροπάλου μου, κ' αίφνης ακούομεν δρομαίον βήμα, και εις τα ώτα μας αντηχεί γνώριμος φωνή: — Εδώ είσθε;... καλά που... σας ηύρα. Ήσθμαινεν ο άνθρωπος από τον ανηφορικόν δρόμον. Ήτον ο εξάδελφός μου ο Γιαννιός, άνθρωπος πλέον ή σαράντα ετών. οπαδός της Μεγάλης Ιδέας, έχων δύο βάρκες, την «Θεού Σοφίαν» και την «Επτάλοφον».

Τρία μικρά πλάσματα λευκοφορεμένα ήρχοντο προς τα επάνω, προς την βρύσιν, όπου ημείς εκαθήμεθα. Εφαίνοντο να έρχωνται από το κάτω ρέμμα, το γείτον του αιγιαλού, ίσως από τους μύλους, όπου έλεγεν ο Νικολός: — Να η Νεράιδες! Εγώ έβαλα την φωνήν, και σχεδόν θα ηυχόμην να ήσαν, αλλ' ο Νικολός με εξήγαγεν από την πλάνην.

Ο ομήλικος φίλος μου, ο Νικολός, είχε μβαρκάρει το πρώτον προ τριών χρόνων, κατά Μάρτιον, αφήσας μισά τα μαθήματα του σχολείου, κ' ημάς τους συμμαθητάς του ορφανούς. Κατά παν φθινόπωρον ο Νικολός επανήρχετο σοφώτερος από τα ταξίδια.

Και έως σήμερον ακόμη δεν ενθυμούμαι να είπα εις κανένα διά την υπόθεσιν του θησαυρού της Κεχριάς, νομίζω δε ότι πολύ δεν επίστευα μέσα μου, αν και τόσον νέος, εις την ύπαρξιν του θησαυρού τούτου. Ο Νικολός δεν ελυπήθη και πολύ διά την παρουσίαν του Γιαννιού, ήτον δε πρόθυμος, ως λίαν ανοικτόκαρδος, να μοιράση τα γρόσια, τα οποία θα εύρισκε, και με αυτόν, και με πάντα άλλον.

Εισήλθομεν, επροσκυνήσαμεν τας εικόνας, κι' ο Νικολός ήναψεν ευλαβώς τα κανδήλια. Μέσα εις το ζεμπίλι του, χωρίς να το σκεφθώ εγώ, είχε βάλει και έν μολύβδινον παγούρι με έλαιον. Εξήλθομεν κ' εκυττάξαμεν γύρω-γύρω τον τόπον. Όλοι οι λόφοι, αι κλιτύες και τα πλάγια, ελαιοφυτευμένα, γλαυκά, δροσερά, ευώδη.