United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τοιαύτας σκέψεις ανεκύκλου εν τω νω, και τοιούτους φόβους έτρεφε κατερχόμενος την αγρίαν εκείνην βορειοδυτικήν ακτήν, όπου αίγες μόνον δύνανται να πατώσι. Φθάσας αντικρύ του παρεκκλησίου του Αγίου Σώζοντος, του εγειρομένου ιδιορρύθμως επί τινος σκοπέλου, ολίγας οργυιάς από του αιγιαλού, έκαμε τρις το σημείον του Σταυρού, κ' επεκαλέσθη τον Άγιον τώρα να το δείξη, να μη ψεύση το όνομά του.

Ο κυρ Μόσχος είχεν ως συντροφιάν το τσιμπούκι του, το κομβολόγι του, το σκαλιστήρι του και την ανεψιάν του την Μοσχούλαν. Η παιδίσκη θα ήτον ως δύο έτη νεωτέρα εμού. Μικρή επήδα από βράχον εις βράχον, έτρεχεν από κολπίσκον εις κολπίσκον, κάτω εις τον αιγιαλόν, έβγαζε κοχύλια, κ' εκυνηγούσε τα καβούρια. Ήτον θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού.

Αλλά πώς ήτο δυνατόν ο Μανώλης της Αλτανούς να ζήση μακράν του αιγιαλού; Χωρίς να πατήση εις την θάλασσαν; Να κολυμβήση, να πιή, να φάγη θάλασσαν, μίαν φοράν τουλάχιστον την ημέραν; Τας πρώτας ημέρας επειδή ο γέρω-Παππούς, τον παρεφύλαττεν, αναγκασθείς να τηρήση την διαταγήν αυτού, δεν προσήγγισεν εις τους αιγιαλούς και πήγε να σκάση, να σκαρταδιάση.

Ο νέος ίστατο πλησίον του αιγιαλού, όπου αλλεπάλληλα μετ' ελαφρού φλοίσβου προσπίπτοντα τα κύματα κατεπίνοντο υπό της άμμου, χωρίς ν' αποκάμνωσι ταύτα από το αιώνιον μονότονον παιγνίδιον, χωρίς να χορταίνη εκείνη από το αιώνιον αλμυρόν πότισμα.

Εν τούτοις ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι, εξελθόντες πρωτύτερα, διά μεν του πεζού στρατού έφραξαν τας διά της πεδιάδος οδούς, δι' ων κατά πάσαν πιθανότητα έμελλαν να διέλθουν οι Αθηναίοι, κατέλαβαν τας διαβάσεις των ρυάκων και των ποταμών και παρετάχθησαν παντού, όπου ενόμισαν κατάλληλον διά να υποδεχθούν τον εχθρικόν στρατόν και να εμποδίσουν την διάβασιν αυτού· διά δε του στόλου πλησιάσαντες εις το παράλιον είλκυσαν εις την θάλασσαν τα πλοία των Αθηναίων και έκαυσαν ολίγα εξ αυτών, όπως είχαν διανοηθή αυτοί οι Αθηναίοι να κάμουν, τα δε άλλα όσα εύρον διεσκορπισμένα επί του αιγιαλού, τα ερρυμούλκησαν ησύχως και τα έφεραν ανεμποδίστως εις την πόλιν.

Από του αιγιαλού δε εκείνου, όπου τα πλοία επλησίασαν, η μεν κώμη αύτη απέχει δώδεκα σταδίους, η δε πόλις των Κορινθίων εξήκοντα, ο δε ισθμός είκοσι.

Ήρχετο η λέμβος ! Επλησίαζεν ! Ηκούοντο αι κώπαι σχίζουσαι την θάλασσαν, ηκούετο και των σκαρμών ο γογγυσμός υπό της κώπης την πίεσιν. Οι δ' επί του αιγιαλού ετείνομεν σιωπώντες τα ώτα προς τους πλησιάζοντας εκείνους παρηγόρους ήχους.

Τρία μικρά πλάσματα λευκοφορεμένα ήρχοντο προς τα επάνω, προς την βρύσιν, όπου ημείς εκαθήμεθα. Εφαίνοντο να έρχωνται από το κάτω ρέμμα, το γείτον του αιγιαλού, ίσως από τους μύλους, όπου έλεγεν ο Νικολός: — Να η Νεράιδες! Εγώ έβαλα την φωνήν, και σχεδόν θα ηυχόμην να ήσαν, αλλ' ο Νικολός με εξήγαγεν από την πλάνην.

Εξύπνησε παραλογισμένη, φρίσσουσα· εσηκώθη, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, και απεφάσισε να φύγη εκείθεν. Εδώ εις την κοίλην χιβάδα του βράχου, εις την βοήν του ερήμου αιγιαλού, υπήρχον πολλά φαντάσματα. Ο τόπος ήτον στοιχειωμένος. «Ας φύγω κι' αποδώ»! Πάραυτα επανήλθον εις τον νουν της οι λογισμοί της οι άλλοι, οι θετικώτεροι.

Καιρός ήτο, αν εγλύτωνε, να εξαγορευθή τα κρίματά της εις τον γέροντα, τον ασκητήν. Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κ' έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος.