United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάμετε γλήγορα! έκραξεν εν συμπεράσματι, ο γέρο-Χρήστος· και ξεπαστρέψτε τα, αυτά, το γληγορώτερο . . . και ξεκουμπισθήτε αποδώ, γιατί! . . . Διέκοψε, και έφερε την χείρα εις τον πώγωνα· είτα επέφερεν·Είνε κι' άλλοι εδώ, που έχουν γένεια . . .

26 του Μάρτη Περιμένω μόνο πώς να περάση ο χειμώνας και να φύγουμε αποδώ. Μ' έχει κυριέψει μια απάθεια παράξενης λογής και κάποτε έχω το φόβο πως ο χειμώνας αυτός μ' έχει κατασυντρίψει. Ό,τι θα φέρη το καλοκαίρι ίσως να μην είναι κι αυτό κάτι, όπου μπορεί κανένας να βασίση ελπίδες. Ήρθαμε μέσα στη Στοκχόλμη με την ελπίδα πως η κατάστασή μας θα καλητέρευε, έστω ίσως και σιγά σιγά.

Το σπρώχνουν αποδώ, αποκεί το πληγώνουν. Είνε ξένο στο χωριό· ξένο στη ζωή και στο ξεφάντωμα. Φεύγα! του φωνάζουν κ' οι πέτρες. — Όχι· δε φεύγω! βρυχήθηκε άξαφνα ο Χαγάνος. Έρριξε πέρα το μαρκούτσι και πήδησε ολόρθος· τον έπνιξε το δίκιο κ' η αδυναμία του. Άρχισε βιαστικά να δρασκελάη απ' άκρη σ' άκρη το δωμάτιο. Πάταε κ' έτριζε το πάτωμα, βούλιαζαν τα σανίδια. Τούρχεται σαν τρέλλα.

Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΑλλοίμονο. Πεθαίνει, γιατρέ μου. Κύριε Τάσσο μου. Πεθαίνει η καλή γυναίκα. Η φωνή της σβύστηκε. Το χέρι της αργοκινάει ακόμη, το χέρι της σα να σε γυρεύη. Εσένα γυρεύει, κύριε Τάσσο μου. Φύγε εσύ αποδώ. Μην ακούς Τάσσο. Κάθισε. Εγώ θα πάω να ιδώ. ΦΛΕΡΗΣΌχι, δεν με κρατάτε. Τώρα καταλαβαίνω. Τώρα! Αφίστε με. Αφίστε με να τρέξω σιμά της. Βγάλτε τα χέρια σας από πάνω μου.

Κι ανώφελα τόρα αγωνιούμαστε, και μάταια πολεμάμε να τόνε βγάλουμ' από ταγαρινά τα νύχια τους, να τόνε φέρουμε στη ζωή πάλι. Μόν' πρέπει να βιαστούμε, βλογημένοι μου, να τόνε βγάλουμ' αποδώ μέσα, και αναγκαστά πρέπει να τόνε χώσουμε μη λάχη και βρυκολακιάσει. Σ αφτά τα λόγια του παπά, κόβουν το αίμα τους οι χωριανοί και πα να χάσουν τον νου τους οι καψοχωριανές από τη λαχτάρα.

Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.

Ετρεπόμεθα δεξιά και αριστερά, αποδώ κι' αποκεί, εκείνος καβάλλα, εγώ πεζός. Τέλος ο Κωσταντής κατήλθεν εξ ύψους του υποζυγίου του, μου επήρε το κερί κ' εκύτταζε να εύρη τον δρόμον. Ύστερα είπεν ότι τον ηύρε, έσβυσε το κερί, το έβαλε δεν ξεύρω πού και ίππευσε πάλιν. Και πάλιν απεπλανήθημεν. Εκοντεύαμεν ως τόσον να φθάσωμεν εις την Παναγίαν.

Βγαίνω όξω στη βεράντα κ' η μυρουδιά, που χύνει το αγιόκλημα, με χτυπά από το σκοτάδι στο πρόσωπο, η ίδια μυρουδιά που είτανε σκορπισμένη γύρω μου την ώρα που αιστανόμουνα να με σφίγγουνε τα δάχτυλα του παιδιού μου μ' όλη τη δύναμη του θανάτου. Όλα σβήσανε μέσα μου, όλα περάσανε. Συλλογίζουμαι κείνη που μόλις βγήκε αποδώ κι όλα όσα μέλλουνε να γίνουν.

Σαν είναι γιατρός κανένας, πάει να πη... ΥΠΗΡΕΤΗΣΓιατρέ, τρεχάτε. Γρήγορα. Γιατρέ . . . ΜΙΣΤΡΑΣΤι τρέχει πάλι; ... Ησυχία δε μ' αφίνετε. ΥΠΗΡΕΤΗΣΑυτή η κυρία, που βγήκε αποδώ, σκοτώθηκε στο πάρκο. Τρεχάτε, γιατρέ. ΦΩΝΕΣΤι τρέχει γιατρέ; Τι είναι; Καλέ δεν ακούτε; Η Λέλα σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε μέσα στο πάρκο. Ω! δυστυχία! ΦΩΝΕΣΣκοτώθηκε! Σκοτώθηκε η Λέλα!

Τι σφήνα ; Μαχαιριά ήταν μέσα στο κορμί του. Έκατσε στο σοφά ο Χαγάνος, έπιασε το κεφάλι με τα δυο του χέρια κ' έπεσε σε φοβερούς στοχασμούς. Τέτοιο πράμα δεν το πάθανε ποτέ οι δικοί του· ούτε κι ο ίδιος το περίμενε. Δεν ήταν τόλμη· ήταν ξαδιαντροπιά. Αποδώ λοιπόν ερχόταν ο κίντυνος κι όχι από τους αρχαιολόγους! — Σύρε να μου φέρης το Θεομίσητο· επρόσταξε άγρια το δούλο του.