United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν οπόταν παιθαίνη Πονηρός βασιλεύς Έσβυν' η νύκτα έν άστρον, Ήθελον μείνει ολίγα Ουράνια φώτα. Το χέρι οπού προσφέρετε Ως προστασίας σημείον Εις ξένον έθνος, έπνιξε Και πνίγει τους λαούς σας, Πάλαι, και ακόμα. Πόσοι πατέρες δίδουσιν, Όχι ψωμί, φιλήματατα πεινασμένα τέκνα τους, Εν ώ λάμπουντα χείλη σας Χρυσά ποτήρια!

Πλαγιάζει ο λειονταρόψυχος! Του ύπνου του η ώραις Όσο κι' αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν Ν' αποστομώσουν το θολό, τ' αγριωμένο κύμα Του χρόνου που μας έπνιξε. Μ' εκείνην τη ρανίδα Πώσταξ' από τα μάτια του, θα ξεπλυθή η μαυράδα Που ελαίρονε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι. Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη Σαν αητός μες τη φωλειά, ολάκερο ένα γένος Έκλωθ' εκείνην τη βραδειά.

Τώρα, την έχασα διά παντός! Ω Κορδηλία, στάσου, μη φεύγεις, Κορδηλία μου, ακόμη... Α! Τι λέγεις... Ήτον γλυκειά, ήτον σεμνή και ήσυχη η φωνή της, και είναι τούτο στολισμός μεγάλοςτην γυναίκα!... Εκείνον οπού σ' έπνιξε του πήρα την ζωήν του! ΑΞΙΩΜ. Αλήθεια. Τον εφόνευσε; ΛΗΡ Δεν είν' αλήθεια; Πε το! Ήτον καιρός που έφθανε το κοπτερόν σπαθί μου να κάμη όλους να πηδούν!

Βλέπετε, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, ότι το έγκλημα καμμιά φορά τιμωριέται· αυτός ο κατεργάρης ο πλοίαρχος έλαβε την τύχη, που του άξιζε. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος, αλλ' είναι σωστά νάχουνε χαθή μαζί του κι' οι ταξειδιώτες, που ήσαν στο καράβι του; Ο Θεός τιμώρησε τον απατεώνα, ο διάβολος έπνιξε τους άλλους.

Αλλ' η διαγωγή του προς τον πατέρα του αξίζει να την ακούσετε, μολονότι όλοι γνωρίζετε και θα ηκούσατε πώς έπνιξε τον γέροντα, μη υποφέρων να τον βλέπη να ζη, αφού ήδη είχεν υπερβή το εξηκοστόν έτος. Έπειτα, επειδή το πράγμα εγνώσθη, κατεδικάσθη μόνος του εις εξορίαν και επλανάτο από χώρας εις χώραν.

Παρουσιάστηκε όμως τότε στο λαό με χωρίς κορώνα, και τους είπε πως έτοιμος είναι να παραιτηθή ανίσως και δεν τονέ θέλουνε βασιλέα. Φώναξε ο λαός να μην παραιτηθή, κ' έμεινε. Δεύτερη λοιπό στάση αυτή του 514. Είναι αλήθεια πως γλήγορα την έπνιξε ο στρατός.

Με κύταξε κάμποσα δευτερόλεπτα και τα μάτια της θόλωσαν από νέα δάκρυα. — Εγώ, χρυσέ μου, δε θέλω να μαγαπάς;...Ντα μπορώ να ζήσω χωρίς;... Ω η κακομοίρα, φωτιά πούρριξα πάνω μου! Ταναφυλλητό της έπνιξε τη φωνή και με δυσκολία κατάφερε να μου πη τακόλουθα: — Όι να μ' αγαπάς, παιδί μου, ως μαγαπούσες πρώτα, σα δεύτερη μάνα σου, σα μεγάλη αδερφή. Μα να μην ταποδείχνης.

Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε. Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της. Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την παρηγορήση: — Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης.

Χμ... Γχ... έπνιξε τους γογγυσμούς του μέσα του ο Γαβριήλ. Είτα ψιθύρω τη φωνή προσέθηκεν: Ευλόγησον, πατέρες! — Δεν εκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, απήντησεν ο μπάρμπα- Κωνσταντός, όστις πράγματι δεν ενθυμείτο ποσώς αν είχε κοιμηθή ή όχι... — Και δεν άκουσες τον Γαβριήλ να μιλή μοναχός του; — Δεν τον άκουσα... Ίσως να έκλεψα έναν ύπνον ίσα με ένα &Πιστεύω&.

Είναι άνθρωπος φοβεράς ρώμης, άναξ, άνθρωπος όστις συστρέφει τον λαιμόν των ταύρων τόσον ευκόλως, όπως συστρέφει άλλος ένα μανιτάρι. — Μα τον Ηρακλέα! ανέκραξεν ο Νέρων, του θνητού, όστις έπνιξε τον Κρότωνα αξίζει να στηθή ο ανδριάς. Αλλά πλανάσαι ή πλάττεις μύθους, γέρον, καθότι ο Κρότων εφονεύθη διά τραύματος μαχαίρας υπό του Βινικίου.