Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025
Και σήμερα σαν επερνούσε η συνοδεία σου απ' το κάστρο, η κλέφτρα η μάγισσα σκαρφάλωσε στα σίδερα της φυλακής, να ιδή τον βασιλέα που περνούσε. Το κρίμα της την έπνιξε στο λαιμό. Και σα σ' αγνάντεψε στο άλογό σου απάνω, ποιος ξέρει τι της ήρθε. Έβαλε στριγγή φωνή και κάτω από τα σίδερα σωριάστηκε στο χώμα. Ο νέος ο βασιλιάς τινάχθηκε σα λαβωμένο ζαρκάδι. — Σύνωρα, είπε, θέλω να την ιδώ!
Ο γέρος ο βασιλιάς θύμωσε βαριά, το αίμα του τον έπνιξε στο λαιμό και τρέμοντας ολόσωμος, είπε βαρύ λόγο στον αγαπημένο του. Μα το βασιλόπουλο δεν άλλαζε γνώμη. — Αλλοίμονο! είπε ο γέρος ο βασιλιάς. Λίγα χρόνια η γη μας έμεινε απότιστη απ' το αίμα. Τα νιάτα μου μες στους πολέμους πέρασαν. Ο ανθός της χώρας μας θερίστηκε χρόνια και χρόνια απ' το δρεπάνι των οχτρών μας.
Τον έδερνε, τον εκλωτσούσε, τον άφινε νηστικόν τέλος μια νύχτα τον έπνιξε μεσοκάναλα κ' έφερεν από τη Μεσσήνα ένα κοπρόσκυλο που εβαριόταν και ν' αλυχτήση. — Μωρέ γιατί βλάμη; τον ρωτώ. — Έτσι· δεν τα θέλω τέτοια στο καράβι μου. Στο καράβι του! Δεν εκρατήθηκα περισσότερο. — Άκουσε, Λάμπρο· του λέγω. Εγώ δεν σ' έβαλα αφέντη εδώ μέσα· σ' έβαλα σύντροφο.
Όλα τάχω παρατηρημένα. Αν είναι αλήθεια, να μου το πη παστρικά. Δεν έχω δίκιο; Να μου το πη ορθά κοφτά, κι όρκο της βάζω πως τραβιούμαι και φέβγω. Δε με βλέπει πια. Κάλλια τη δική μου τη ζωή παρά τη ζωή τη δική της να χαλάσω, Θα φύγω, θα φύγω. Και μπορώ; Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Δε γίνεται έτσι να τυραννιούμαι. Μ' έπνιξε αφτή η καταχνιά. Φτάνει, φτάνει! Γλύτωσα· ο τοίχος τρυπά, φαίνεται ο ουρανός.
Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάγχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης ο Τσάτσος είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφή εις ευλογημένον χώμα.
Ο Μανώλης όμως, κωφεύων εις τας παρακλήσεις της, μεθύων και αποθηριωμένος εκ της επαφής και του θερμού αρώματος της γυναικείας σαρκός, την περιώρισεν ανίσχυρον πλέον εις την αγκάλην του και με αδηφάγον φίλημα έπνιξε τας ικεσίας εις το στόμα της.
Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Να λέπι από δράκο, δόντι λύκαινας, δέρμ' από μούμια μάγας, λάμιας λάρυγγας, νυκτοξερριζωμένο αψιθιάς κλαδί, νεφρά βρωμο-Εβραίου, τράγου άντερο· να και κομματιασμένα πριναρόκλαδα που μ' έκλειψιν σελήνης εκλαδεύθηκαν· να και Τατάρου χείλη, Τούρκου μύταρος και δάκτυλ' από βρέφος, πόρνης γέννημα, που τώρριξε 'ς τον τάφρο και το έπνιξε. — Να βράση να χυλώση τ' ανακάτωμα! — Να κι' άντερ' από τίγριν· βάλε τα κι' αυτά νάχη απ' όλα μέσα το κακκάβι μας!
Πάντων των ηρώων την κοιτίδα κοσμούσι κατ' έθος αρχαίον οι βιογράφοι διά τεραστίων σημείων προαγγελλόντων τας μελλούσας αρετάς. Ούτω νήπιος έτι ων έπνιξε τους δράκοντας ο Ηρακλής, ο δε Κριεζώτης την άρκτον, αι μέλισσαι επεκάθησαν εις του Πινδάρου το στόμα, ο Πασχάλης εφεύρε δεκαέτης την γεωμετρίαν, ο ήρως του Βύρωνος ακούων την λειτουργίαν εις της τροφού τας αγκάλας απέστρεφε τους οφθαλμούς από των ερρυτιδωμένων αγίων, ίνα προσηλώση αυτούς μετά κατανύξεως επί της Αγίας Μαγδαληνής, η δε ημετέρα ηρωίς, η μέλλουσα εις το εκκλησιαστικόν στάδιον να διαπρέψη, ουδέποτε Τετάρτην ή Παρασκευήν ηθέλησε να βυζάξη, αλλ' οσάκις προσφέρετο αύτη ο μαστός κατά νηστήσιμον ημέραν, απέστρεφε τους οφθαλμούς μετά φρίκης. Άγια λείψανα, σταυροί και κομβολόγια υπήρξαν τα πρώτα αυτής αθύρματα. Πριν φυτρώσουν οι οδόντες, εγνώριζε το
— Και λένε, τάχα — Χριστός κοντά μας! — ο μαβρο-Λιάκας ξεβρυκολάκιασε, ακούς, γιατί τον είχαν ζωντανό θαμένον. Κι αφτός, λέει, εβγήκε από την Κατουγής στον Απανωκόσμο, κ' επήγε κ' έπνιξε στον ύπνο τον παπά. Κι αφτός εσήκωσε το νου της άμοιρης γυναίκας του, που επήρε τα βουνά, και τρέχει το χωριό τόρα ανάστατο πίσω της, να την πιάσουν, μην πέση πουθενά και γκρεμιστή και γίνη το κακό μεγάλο...
Είμαι δειλός; Αχρείον ποιος με λέγει; Ποίος το καύκαλο μου σχίζει; Ποιος την γενεάδα μου ανασπά και την πετά 'ς το πρόσωπόν μου; Ποίος την μύτην μου τραβά; τον λόγον ποίος μου ψεύει 'ς τον λαιμόν ως τα λαγόνια κάτω; Ποιος μου τα κάμνει αυτά; Και όμως, θαρρώ, μου πρέπουν· καθώς το περιστέρι, εγώ χολήν δεν έχω, πίκραν 'ς την αδικιά, 'πού μ' έπνιξε, να χύση, αλλέως ήδη με του ανδράποδου τα σπλάχνα όλα τα όρνεα τ' ουρανού θα 'χα παχύνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν